Όπως εκτιμά, η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης με βάση την τελευταία επταετία, άνω του 65%, κάτι που σημαίνει ότι οι πιθανότητες για αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων της Ε.Ε είναι πολύ υψηλές για τη χώρα μας, αποκομίζοντας έτσι και τα ανάλογα οφέλη. Παράλληλα τονίζει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι απόλυτα υποστηρικτικό για τις αξιολογήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, δίνοντας έτσι άλλο ένα σήμα για αναβάθμιση προσεχώς της ελληνικής οικονομίας.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η S&P, η Ελλάδα και η Βουλγαρία επωφελούνται περισσότερο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ίπως μεταδίδει το capital.gr. Αυτές οι δύο χώρες αναφέρει, μοιράζονται παρόμοια χαρακτηριστικά: ένα υψηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανεργίας προ πανδημίας, χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με άλλες χώρες της περιοχής, μεγάλο επενδυτικό χάσμα, μεγάλο κλάδο υπηρεσιών (ιδιαίτερα τουρισμός), καθώς και ένα σχετικά υψηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου, το Ταμείο θα αυξήσει το ΑΕΠ στην οικονομία της Ελλάδας και της Βουλγαρίας κατά 8,3% και 6,1% αντίστοιχα σε ένα ήπιο σενάριο και κατά 18,3% και 18,2% αντίστοιχα στο σενάριο υψηλών επιπτώσεων.
Τα δύο σενάρια
Τα δύο σενάρια
Με το σχέδιο ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, η ΕΕ στοχεύει να αποκαταστήσει τη ζημιά που υπέστη λόγω COVID-19 και να επαναφέρει την οικονομική ανάπτυξη σε υψηλότερο και πιο βιώσιμο δρόμο. Πόσο ισχυρό είναι το σχέδιο; Η S&P εκτιμά ότι θα μπορούσε να προσθέσει έως και 4,1% στο ΑΕΠ έως το 2026 για το σύνολο της οικονομίας της Ε.Ε, σύμφωνα με το θετικό σενάριο, αυτό του υψηλού αντίκτυπου. Σε ένα σενάριο χαμηλού αντίκτυπου, το σχέδιο θα μπορούσε να προσθέσει 1,5% στην παραγωγή της ΕΕ στην επταετία. Οι εκτιμήσεις τα S&P λαμβάνουν υπόψη τους εξής παράγοντες:
- Τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των δημοσίων δαπανών,
- Τη διάθεση διαθέσιμων πόρων,
- Τον χρόνο υλοποίησης του σχεδίου και
- Τα ποσοστά απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ σε κάθε χώρα.
Πρόσθετο οικονομικό όφελος
Ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος σχετίζεται με τα σχέδια διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κάθε χώρας, τα οποία εάν εφαρμοστούν πλήρως, πιθανότατα θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Ο οίκος βλέπει θετικά το conditionality που έχει τεθεί στα κονδύλια της ΕΕ για αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διότι ενθαρρύνει έντονα τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν τις βασικές αδυναμίες που έχει επιδεινώσει η κρίση. Βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον, την αγορά εργασίας και την εκπαίδευση, μεταξύ άλλων παραγόντων, η αναπτυξιακή δυναμική θα αυξηθεί. Η οικονομική ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση των τρεχόντων μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων καθώς και του δημόσιου χρέους (σε όρους ΑΕΠ) στα επίπεδα προ πανδημίας και πέραν αυτών, όπως προσθέτει. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις ενδέχεται να αποφύγουν την εφαρμογή μη δημοφιλών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Συνολικά, η S&P θεωρεί ότι η πολιτική απάντηση σε επίπεδο ΕΕ υποστηρίζει την πιστοληπτική ικανότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό συμβαίνει επειδή στο πλαίσιο του σχεδίου Next Generation, τα κράτη της ΕΕ έχουν σημαντικούς οικονομικούς μοχλούς που μπορούν να αναπτυχθούν με ουσιαστική ευελιξία σε σύγκριση με τα παραδοσιακά διαρθρωτικά κεφάλαια της ΕΕ, τα οποία απαιτούν συγχρηματοδότηση. Ωστόσο, ο τεράστιος όγκος της διαθέσιμης οικονομικής υποστήριξης αποτελεί πρόκληση σε ό,τι αφορά το μέτωπο της απορρόφησης. Αυτό υποδηλώνει ότι η επιτυχής διάθεση των κεφαλαίων απαιτεί αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης για την αύξηση της ταχύτητας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των δαπανών.
Διπλάσιο όφελος
Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές, όπως επισημάνει ο οίκος, το βέβαιο είναι ότι έχουν τον υψηλότερο αντίκτυπο στην ανάπτυξη όταν η ζήτηση είναι υποτονική και τα επιτόκια είναι αρνητικά, κάτι που ισχύει αυτή τη στιγμή στο περιβάλλον της Ε.Ε. Δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη χαλάρωση στην οικονομία, τα δημοσιονομικά κίνητρα είναι απίθανο να τροφοδοτήσουν σημαντικές επιπτώσεις στις εισαγωγές ή να προκαλέσουν πληθωριστικές πιέσεις και ως εκ τούτου, η νομισματική πολιτική είναι πιθανό να παραμείνει υποστηρικτική, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους με χαμηλό κόστος, ως απάντηση στη ζήτηση που δημιουργήθηκε από τη δημοσιονομική επέκταση.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P, η τόνωση στην οικονομία που δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης στην ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη κατά 1,6 έως και 2 φορές το ποσό που δαπανάται σε διάστημα τεσσάρων ετών στην ευρωζώνη, δηλαδή, για κάθε 100 ευρώ που δαπανήθηκαν, οι οικονομίες θα δημιουργήσουν έως και 200 ευρώ.