Οι εργοδότες στις ΗΠΑ προσέλαβαν πολύ λιγότερους εργαζόμενους από όσους εκτιμούσαν οι αναλυτές τον Απρίλιο, παρά την ανερχόμενη ζήτηση καθώς η οικονομία ανοίγει ξανά ενισχυμένη από τη βελτίωση της δημόσιας υγείας και της μαζικής οικονομικής βοήθειας από την κυβέρνηση. Οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν μόνο κατά 266.000 τον περασμένο μήνα Απρίλιο μετά από αύξηση 770.000 τον αμέσως προηγούμενο μήνα Μάρτιο, ανέφερε το υπουργείο Εργασίας στην έκθεσή του για την απασχόληση. Οι οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Reuters προέβλεπαν αύξηση κατά 978.000 των θέσεων εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 6,1% τον Απρίλιο από 6,0% τον Μάρτιο. Πάντως το ποσοστό ανεργίας φαίνεται να υποεκτιμάται λένε αναλυτές, καθώς άτομα που ταξινομούνται ως «απασχολούμενοι» απουσιάζουν από την εργασία τους ενώ πολλοί έχουν χάσει μόνιμα τις θέσεις τους λόγω της πανδημίας.
Η αναφορά για τις θέσεις εργασίας είναι η πρώτη μετά την έγκριση του νέου πακέτου οικονομικής στήριξης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του COVID-19 ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ένας λόγος για την μικρή αύξηση των θέσεων εργασίας είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να βρουν εργατικό δυναμικό αυτή την περίοδο.
Να σημειωθεί ότι πριν από δώδεκα μήνες, η οικονομία έχασε 20,679 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που αποτελεί αριθμό ρεκόρ. Τώρα, οι νέες αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας μειώθηκαν περαιτέρω και για πρώτη φορά κάτω από 500.000 από την έναρξη της πανδημίας.
Πλέον και οι νεαροί πολίτες στις ΗΠΑ άνω των 16 ετών είναι επιλέξιμοι να λάβουν το εμβόλιο κατά της νόσου ενώ στις μεγάλες πολιτείες όπως στη Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϋ και το Κονέκτικατ έχουν αρθεί οι περισσότεροι από τους περιορισμούς που αφορούν τις αποστάσεις συγχρωτισμού στις επιχειρήσεις.
Η ταχύτερη αύξηση της ζήτησης, η οποία συνέβαλε στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας κατά 6,4%, έχει προκαλέσει μεταξύ άλλων έλλειψη εργασίας αλλά και πρώτων υλών.
Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να υποστηρίζεται από μια πολύ φιλική φορολογική και νομισματική πολιτική. Ο Πρόεδρος Joe Biden σκοπεύει να δαπανήσει άλλα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια για εκπαίδευση και φροντίδα παιδιών στις μεσαίες και χαμηλού εισοδήματος οικογένειες, για υποδομές και θέσεις εργασίας.