Μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν περισσότερους τομείς και ευρωπαϊκές χώρες διαπιστώνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε η ΕΚΤ, λαμβάνοντας τις τελευταίες εξελίξεις μετά το τρίτο κύμα της πανδημίας.
Όπως μεταδίδει το capital.gr, σύμφωνα με την έκθεση, η πανδημία άφησε μεγαλύτερο αρνητικό αποτύπωμα από ό,τι είχε εκτιμηθεί κατά τα πρώτα δύο κύματα. Το τρίτο κύμα, που ξεκίνησε από τα τέλη του 2020 και ξετυλίχθηκε μέχρι τους πρώτους μήνες του 2021, φαίνεται ότι επέφερε μεγαλύτερη κόπωση στις οικονομίες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ένας ακόμα αρνητικός παράγοντας που αναφέρεται από την ΕΚΤ είναι ο χαμηλότερος ρυθμός εμβολιασμού στην Ε.Ε. σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η επανεκκίνηση δεν πραγματοποιείται με τον τρόπο που αναμενόταν, καθώς πολλές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, παρουσιάζουν δυσκολίες να ξαναλειτουργήσουν. Την ίδια στιγμή, αδυναμίες εντοπίζονται στην αγορά εργασίας (ανεργία), την κερδοφορία επιχειρήσεων και τραπεζών, αλλά και κίνδυνοι που συνδέονται με νέα κόκκινα δάνεια, αύξηση των πτωχεύσεων, πτώση των τιμών ακινήτων και με την άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Οι προειδοποιήσεις αυτές έρχονται τη στιγμή που αυξάνονται οι ανησυχίες για περιορισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων ενισχύοντας τους φόβους για άνοδο επιτοκίων, πληθωρισμός και κινδύνου στασιμοπληθωρισμού. Ενώ, λοιπόν, οι αγορές περιμένουν τις ανακοινώσεις της συνεδρίασης της ΕΚΤ στις 10 Ιουνίου για να πάρουν σήμα για τις μελλοντικές προθέσεις, η έκθεση κάνει σαφές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία έχει ανάγκη για δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης, μολονότι αυτό θα έχει επίπτωση στα ελλείμματα και στο χρέος. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις και η ΕΚΤ θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η στήριξη γίνεται με κόστος το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο δημοσιονομικό μείγμα κάθε κράτους-μέλους.
Η ΕΚΤ διατυπώνει την εκτίμηση ότι το υφιστάμενο σκηνικό δημιουργεί συνθήκες για μικρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη φέτος και ενδεχομένως και το 2022. Οι επιπτώσεις της πανδημίας διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από κλάδο σε κλάδο. Ωστόσο, ένα πιο επιβαρυμένο ευρωπαϊκό περιβάλλον, σε συνδυασμό με τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να επιφέρει η αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, αναμένεται να έχει επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία.
Κίνδυνοι-προκλήσεις
Ειδικότερα, οι κίνδυνοι που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την Ελλάδα, σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΚΤ, είναι κυρίως οι εξής:
1. Αύξηση λουκέτων. Η ΕΚΤ προβλέπει αύξηση κατά 20% των πτωχεύσεων στην Ελλάδα, σε σχέση με το προ-κρίσης επίπεδα, δηλαδή με εκείνα του 2019.
2. Ευάλωτοι κλάδοι - μέγεθος επιχειρήσεων. Οι πιο ευάλωτοι κλάδοι, δηλαδή αυτοί που επλήγησαν περισσότερο και αυτοί που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα στην επανεκκίνηση είναι εκείνοι των υπηρεσιών, του εμπορίου (χονδρικό και λιανικό), μεταφορές και φιλοξενίας (ξενοδοχεία, τουρισμός, κλπ). Η ΕΚΤ αναφέρει υψηλότερους κινδύνους για τις οικονομίες υπηρεσιών και όσες είναι εξαρτημένες από τους παραπάνω κλάδους. Μάλιστα, το πρόβλημα εντοπίζεται στις μικρές επιχειρήσεις. Αντίθετα, άλλοι κλάδοι όπως η βαριά βιομηχανία φαίνεται ότι ανακάμπτουν ταχύτερα και ευκολότερα. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τους περισσότερους ευάλωτους κλάδους που εντοπίζει η ΕΚΤ (υπηρεσίες, τουρισμός, μεταφορές, εμπόριο).
3. Κόκκινα δάνεια. Παρά τη μεγάλη μείωση των κόκκινων δανείων που πραγματοποιήθηκε το 2020, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ε.Ε. (σχεδόν δεκαπλάσιο). Την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι το νέο περιβάλλον ενισχύει τους κινδύνους για περισσότερα κόκκινα δάνεια από τα μορατόρια και των νέων που θα προκύψουν κατά την επανεκκίνηση.
4. Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα είναι μία από τις πιο ευνοημένες χώρες σε ό,τι αφορά την αναλογία κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης σε σχέση με το ΑΕΠ. Ο κίνδυνος συνδέεται με ιστορικά χαμηλά ποσοστά απορρόφησης αντίστοιχων διαρθρωτικών πακέτων. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η δυνητική απορρόφηση θα πρέπει να φτάσει στο 60% του ΑΕΠ, αλλά με βάση την προϊστορία το ποσοστό αυτό είναι 30%. Όμως, προβλέπει ότι τελικά η Ελλάδα θα καταφέρει υψηλό ποσοστό απορρόφησης που θα φτάσει ή μπορεί να ξεπεράσει το 50% του ΑΕΠ. Συνεπώς, ένας κίνδυνος ή πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι η αποτελεσματική και ταχύτατη απορρόφηση και αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
5. Επιτόκια. Τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ έχουν μειώσει τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα επιτόκια. Όμως, οι φόβοι για πληθωρισμό και για εισαγόμενες επιπτώσεις από την υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας έχει αυξήσει τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις. Το καλό νέο είναι ότι οι κυβερνήσεις πρόλαβαν να αντλήσουν φθηνά κεφάλαια στο β’ εξάμηνο του 2020 και τους πρώτους μήνες του 2021. Μάλιστα, η ΕΚΤ σημειώνει ότι είχαν την προνοητικότητα να δανειστούν μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ρίσκο από τη σημερινή ανοδική τάση των αποδόσεων. Ωστόσο, το αυξημένο κόστος δανεισμού, σε συνδυασμό με τις συνθήκες χαμηλότερης ανάπτυξης που διαμορφώνονται και με τα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα λόγω μέτρων στήριξης, οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο.
6. Τιμές ακινήτων. Οι τιμές των κατοικιών και των εμπορικών ακινήτων εμφανίζουν μέχρι στιγμής αξιοσημείωτες αντοχές. Ωστόσο, η ΕΚΤ εκτιμά ότι στο περιβάλλον που διαμορφώνεται το 2021-2022, αυξάνονται οι κίνδυνοι για διόρθωση σε υπερτιμημένα ακίνητα. Στον πίνακα περιλαμβάνει και την Ελλάδα, αλλά η χώρα μας εμφανίζει τις μικρότερες, σχεδόν μηδενικές πιθανές επιπτώσεις.
7. Αγορές. Πιθανή άνοδος των επιτοκίων και του πληθωρισμού στις ΗΠΑ αναμένεται να έχει περιορισμένη άμεση επίδραση στην Ευρωζώνη. Όμως, θα κινητοποιήσει μετατοπίσεις κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές προς το δολάριο, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει αντίστοιχες κρίσεις με εκείνες της περιόδου 2008-2011.
8. Κερδοφορία. Η μικρότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και οι αβεβαιότητες στα επιτόκια, τα ακίνητα και τα λουκέτα, αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία τραπεζών και επιχειρήσεων. Επίσης, τα νέα κόκκινα δάνεια και τα λουκέτα μπορεί να επιβαρύνουν την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, μολονότι στην παρούσα φάση εμφανίζουν ικανοποιητικά επίπεδα.