Της Δήμητρας Μανιφάβα
Εντός της εβδομάδας καλείται η κυβέρνηση να έχει καταλήξει σε συμφωνία με τους δανειστές για το ζήτημα της προστασίας της α' κατοικίας από τους πλειστηριασμούς. Η λύση σε αυτή την εκκρεμότητα, καθώς και σε άλλες που παρατηρούνται στα υπόλοιπα προαπαιτούμενα θα ανοίξουν τον δρόμο για την εκταμίευση της δόσης των 2 δισ. ευρώ. Οι επικεφαλής των ελεγκτών μπορεί να έχουν αποχωρήσει ήδη από την περασμένη Παρασκευή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελειώνει η συζήτηση. Τα τεχνικά κλιμάκια επεξεργάζονται τις προτάσεις των δύο πλευρών, έτσι ώστε να αναζητηθεί μία λύση, λύση που θα απαιτήσει εκατέρωθεν μετακινήσεις από τις αρχικές θέσεις. Όσο για την επιλογή της κυβέρνησης να αναγάγει το θέμα των πλειστηριασμών σε “μέγα ζήτημα”, το κίνητρο θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως σε επικοινωνιακή τακτική και λιγότερο σε ουσία.
Τα δύο σημεία στα οποία αναμένεται να επικεντρωθεί η διαπραγμάτευση για το ζήτημα των πλειστηριασμών είναι πρώτον, η αναδρομικότητα ή μη των νέων κριτηρίων και η σύγκλιση σε ό,τι αφορά την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας.
Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι ούτε στον νόμο 4336/2015 με τον οποίο θεσπίστηκαν οι αλλαγές στον νόμο 3869/2010 (νόμος Κατσέλη), ούτε στην ερμηνευτική εγκύκλιο που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομίας διευκρινίζεται ποιους θα αφορούν τα νέα κριτήρια, τα οποία θα περιλαμβάνονται στην επίμαχη κοινή υπουργική απόφαση. Με άλλα λόγια, δεν διευκρινίζεται εάν τα νέα κριτήρια θα αφορούν μόνο όσους πρόκειται να κάνουν αίτηση υπαγωγής στον νόμο μετά τη θέση σε ισχύ των νέων κριτηρίων ή εάν θα αφορούν και τις περιπτώσεις εκείνων των οποίων η αίτηση βρίσκεται σε εκκρεμότητα χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, ή ακόμη και αυτούς για τους οποίους έχει ορισθεί δικάσιμος. Δεν είναι τυχαίο ότι στον νόμο που έχει ήδη ψηφισθεί από τον Αύγουστο προβλέπεται η υποχρέωση όλων των οφειλετών που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου 4336/2015 η υπόθεσή τους εκκρεμεί για διάστημα άνω των έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης, χωρίς να έχει εκδικασθεί ή να έχει επέλθει δικαστικός συμβιβασμός, να προσκομίσουν επικαιροποιημένα τα στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή της αίτησης.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας, η διάταξη αυτή εισάγεται με δεδομένο ότι εκκρεμούν περί τις 130.000 αιτήσεις και είναι αναγκαίο να επανεξετασθεί η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων υποβολής αίτησης. Θα πρέπει, βεβαίως, να διευκρινισθεί ότι τα κριτήρια που βρίσκονται τώρα υπό διαπραγμάτευση με τους δανειστές δεν αφορούν την αρχική αίτηση, αλλά το εάν, σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίσει ότι υπάρχει περιουσία προς ρευστοποίηση, μπορεί ο δανειολήπτης να ζητήσει εξαίρεση της πρώτης κατοικίας από τη διαδικασία αυτή.
Το ενδεχόμενο οι προθεσμίες και η αναδρομικότητα των αλλαγών να παίξουν καθοριστικό ρόλο άφησε στην ουσία ανοιχτό και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, μετά τη συνάντηση με τους δανειστές. «Εμείς δεχόμαστε να είναι πιο αυστηρό το κόστος σε όποιον μπει στον νόμο Κατσέλη και δεν έπρεπε να μπει. Ακόμα πρέπει να συμφωνήσουμε για πόσο χρονικό διάστημα θα ισχύσουν οι αλλαγές, σε αυτό μπορούμε να είμαστε πιο ευέλικτοι», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο βαθμός ευελιξίας αναμένεται να καθορίσει και τις μετακινήσεις των δύο πλευρών από τις θέσεις σε ό,τι αφορά τα κριτήρια της αντικειμενικής αξίας και του εισοδήματος. Η σύγκλιση στο όριο της αντικειμενικής αξίας, για παράδειγμα στα 150.000 ευρώ (σήμερα οι δανειστές προτείνουν όριο 120.000 ευρώ και η κυβέρνηση 200.000 ευρώ) σε συνδυασμό με τον βαθμό αναδρομικότητας των νέων διατάξεων μπορεί να επιφέρουν τη σύγκλιση και σε ό,τι αφορά το εισοδηματικό κριτήριο.
Αίσθηση, εξάλλου, έχουν προκαλέσει οι δηλώσεις του επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς κ. Μιχάλη Σάλλα σχετικά με το ζήτημα των πλειστηριασμών. Ο κ. Σάλλας χαρακτηρίζει “μεγάλο λάθος” τους πλειστηριασμούς α' κατοικία, εξηγώντας στη συνέχεια και τους λόγους: “Οι τράπεζες θα έχουν εξαιρετικά υψηλό κόστος εφαρμόζοντας τη διαδικασία των πλειστηριασμών και μάλιστα στις σημερινές πολύ χαμηλές τιμές των ακινήτων. Πέραν του γεγονότος ότι αυτό αποτελεί μία μεγάλη κοινωνική αδικία προκαλεί και ζημία στις τράπεζες. Αν όλα αυτά τα δεκάδες χιλιάδες ακίνητα περιέλθουν στις τράπεζες, θα εκμηδενιστεί η αξία τους.Κόστη συντήρησης, φύλαξης κλπ.”. Η λύση που ο ίδιος προτείνει είναι η ακόλουθη: “Για να μην πάμε όμως στο άλλο άκρο, θα μπορούσε όσο διαρκεί η κρίση, ακόμα και αυτοί που έχουν εισοδήματα κάτω από ένα ορισμένο ύψος, να πληρώνουν κάτι μικρό και συμβολικό, πάντοτε μιλώντας για την α' κατοικία. Ας πούμε1,2% επί του υπολοίπου του δανείου μπορεί να καταβάλλεται για να υπάρχει δίκαιη αντιμετώπιση έναντι εκείνων που νοικιάζουν σπίτια από ιδιώτες και βρίσκονται ενδεχομένως στην ίδια ή χειρότερη εισοδηματική ή περιουσιακή κατάσταση. Έτσι αν το υπόλοιπο δανείου κάποιου σήμερα είναι ας πούμε 100.000 €, ποσό που είναι πάνω από τον μέσο όρο δανείου των δανειοληπτών α' κατοικίας, θα επιβαρύνεται το πολύ με 1.200€ το χρόνο ή με 100€ το μήνα, υποκαθιστώντας το όποιο επιτόκιο, με παράλληλη αναστολή των δόσεων του κεφαλαίου. Παράλληλα με την πρόταση αυτή θα αποκατασταθεί μίας μορφής κοινωνική δικαιοσύνη, έναντι όσων δεν έχουν κατοικία και πληρώνουν ενοίκιο, καθώς επίσης και έναντι των συνεπών δανειοληπτών, που αισθάνονται ιδιαίτερα αδικημένοι”.
Ο επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς δηλώνει κατηγορηματικά ότι είναι κατά των πλειστηριασμών α' κατοικίας τόσο για οικονομικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους, επισημαίνοντας: “ Η έναρξη διαδικασίας πλειστηριασμών στην α' κατοικία καταλήγει να είναι σε βάρος των τραπεζών. Η συμβολική καταβολή όμως ενός μικρού ποσού όπως είπα που μπορεί να γίνεται με παρακράτηση από μισθό, σύνταξη, επίδομα κλπ. είναι δίκαιη και αντικειμενική. Είμαι απόλυτα αντίθετος να στερηθούν τα σπίτια τους βιοπαλαιστές, μικροσυνταξιούχοι και άνεργοι και να επωμισθούν ένα τέτοιο βάρος, ηθικό και οικονομικό, οι τράπεζες. Γίνεται πολύς λόγος και για το ύψος των αξιών των κατοικιών αν είναι στις 120.000 ή στις 250.000 που θα πρέπει να απαλλάσσονται από πλειστηριασμούς. Το σημερινό ύψος κάθε δανείου αυτής της κατηγορίας είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία κάτω από 100.000€, ανεξάρτητα από την αξία του σπιτιού ή του αρχικού ύψους του δανείου. Πιστεύω πως το όριο που είχε υιοθετηθεί στο παρελθόν, ως αξία σπιτιού, δεν έχει νόημα ν 'αλλάξει, πρέπει να παραμείνει το ίδιο”. Ο ίδιος τέλος αποδίδει την επιμονή από την πλευρά των δανειστών στο ότι επιδιώκουν να περιορίσουν τον λεγόμενο “ηθικό κίνδυνο”. Ωστόσο, όπως ο ίδιος τονίζει, τα στεγαστικά δάνεια έχουν το μικρότερο πρόβλημα σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα.