Ο αυξημένος κατώτατος μισθός θα αρχίσει να καταβάλλεται υποχρεωτικά μόλις υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση.
Ο γρίφος των τριετιών
Υπενθυμίζεται πως εκκρεμεί η απόφαση του ΣτΕ για την τύχη των 3ετιών. Με την επικείμενη απόφασή τους οι δικαστές θα κρίνουν αν δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα για επιδόματα προϋπηρεσίας το 2012 τα δικαιούνται ακόμη ή θα τα χάσουν καταγράφοντας απώλειες μισθού έως και 195 ευρώ το μήνα. Οι βιομήχανοι που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητούν «γυμνό» μισθό για όλους χωρίς 3ετίες έστω και «παγωμένες» από το 2012 και ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
Αν η απόφαση του δικαστηρίου είναι αρνητική για τους εργαζόμενους – γίνει, δηλαδή, δεκτή η προσφυγή των βιομηχάνων – τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, ενώ ο νέος μισθός θα είναι γυμνός από προσαυξήσεις και ενιαίος για όλους.
Από την επικείμενη απόφαση του ΣτΕ θα κριθεί το ύψος των αποδοχών και των μελλοντικών εργαζομένων, καθώς προβλέπεται πως τα επιδόματα προϋπηρεσίας (οι λεγόμενες 3ετίες) θα «ξεπαγώσουν» όταν η ανεργία πέσει κάτω από 10%.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, ο νέος κατώτατος μισθός για τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα με 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία αναμένεται να διαμορφωθεί στα 663 ευρώ. Για τον μισθωτό που είχε προϋπηρεσία έως το 2012 από 3 έως 6 χρόνια αναμένεται να διαμορφωθεί σε 729,3 ευρώ.
Αντίστοιχα για τον μισθωτό που είχε προϋπηρεσία έως το 2012 από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795,6 ευρώ και για τον μισθωτό με προϋπηρεσία (πάντα έως το 2012) άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861,9 ευρώ.
Ωστόσο οι προσαυξήσεις των τριετιών είναι ένας δύσκολος γρίφος, δεδομένης και της εκκρεμότητας στο ΣτΕ και μένει να φανεί πως θα διαμορφωθούν.
Σύμφωνα με τη διαδικασία που έχει ήδη ολοκληρωθεί, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης θα εισηγηθεί τη Δευτέρα στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό, μετά το πράσινο φως που άναψε το Μέγαρο Μαξίμου για συμβολική αύξηση του κατά 2% (13 ευρώ).
Η δύσκολη εξίσωση της κυβέρνησης
Η στάθμιση των δεδομένων ήταν δύσκολη για την κυβέρνηση, καθώς το σύνολο των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων είχε ταχθεί υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, με το επιχείρημα ότι οι επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στο δυσοίωνο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η πανδημία θα είναι δυσμενείς για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.
Βασικό μέγεθος αποτελεί η καταγεγραμμένη ύφεση 8,2% το 2020, λόγω του κορονοϊού. Την ίδια στιγμή, για το 2021 υπάρχουν θετικές εκτιμήσεις για την προοπτική της οικονομίας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μιλά για ανάπτυξη 4,2%. Από την άλλη πλευρά, σε δύσκολη θέση βρίσκονται οι επιχειρήσεις -κυρίως οι μικρομεσαίες- που επλήγησαν.
Ωστόσο για την τελική απόφαση ελήφθησαν υπόψη οι ανάγκες των εργαζομένων, ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι ανατιμήσεις των προϊόντων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του οικονομικού επιτελείου, η έστω και συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού θα τονώσει την ψυχολογία της αγοράς και θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Τι έκαναν άλλες χώρες
Την ίδια φιλοσοφία της συμβολικής αύξησης για την τόνωση της ψυχολογίας της αγοράς ακολούθησαν και άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Μάλτα (1%).
Από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατήρησαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55% αντίστοιχα. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σε χώρες που αποφάσισαν γενναιόδωρες ποσοστιαίες αυξήσεις, η ονομαστική αύξηση σπάνια ξεπερνάει το 1 ευρώ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού στην Πολωνία ανήλθε σε 7,7%, το οποίο αντιστοιχεί σε μόλις 1,16 ευρώ. Η αύξηση 4,6% της Κροατίας αντιστοιχεί σε 1,08 ευρώ, ενώ η αύξηση-μαμούθ 16,3% της Λετονίας από την 1η Ιανουαρίου του 2021 αντιστοιχεί σε μόλις 0,41 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μισθοί στις πρώην ανατολικές χώρες είναι εξαιρετικά χαμηλοί.