Η Τράπεζα της Ελλάδος κυκλοφόρησε το 53ο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της, στο οποίο περιλαμβάνονται πέντε μελέτες, καθώς και περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας”, τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) το Τμήμα Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2021. Οι μελέτες που απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου, Μελίνα Βασαρδάνη και Ευαγγελία Βουρβαχάκη: “Η επίδραση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην ελληνική οικονομία”
Η μελέτη εκτιμά τις δυνητικές οικονομικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία των δαπανών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που αναμένεται να χρηματοδοτηθούν μέσω επιχορηγήσεων και δανείων από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με τη χρήση του Δυναμικού Στοχαστικού Υποδείγματος Γενικής Ισορροπίας (Dynamic Stochastic General Equilibrium model) της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ανάλυση διαχωρίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια επιδρούν στην οικονομική δραστηριότητα και το δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, η επίδραση των επιχορηγήσεων εξετάζεται μέσω της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της δημόσιας κατανάλωσης, οι οποίες όμως δεν αυξάνουν το δημόσιο χρέος. Τα δάνεια επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και εισάγονται στο υπόδειγμα ως έμμεσες επιδοτήσεις επενδύσεων, εξαιτίας των οποίων κινητοποιούνται ενδογενώς ιδιωτικοί πόροι για επενδύσεις πλέον του ποσού των δανείων.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συνεπάγεται σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η απασχόληση μπορούν δυνητικά να αυξηθούν κατά 6,9%, 20% και 4%, αντίστοιχα, έως το 2026. Αναλυτικότερα, διαμέσου των επιχορηγήσεων και των δανείων εκτιμάται ότι αυξάνεται το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 4,3% το 2026, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ κατά 2,6% το 2026. Τα φορολογικά έσοδα επίσης αυξάνονται μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, δημιουργώντας έμμεσα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μειώσεις φορολογικών συντελεστών ή αυξήσεις δαπανών, ενισχύοντας περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα.
Τα αποτελέσματα επίσης υποδεικνύουν ότι οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν μακροχρόνια σε μια μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας, καθώς συνεπάγονται μετάβαση σε ένα νέο σημείο ισορροπίας με υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας, μεγαλύτερη προσφορά εργασίας και πιο αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων. Συγκεκριμένα, στη μελέτη εξετάζονται τρεις κατηγορίες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν: α) μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, β) μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και γ) μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια να συνεκτιμηθεί και η επίδραση μεταρρυθμίσεων που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δύναται να οδηγήσει σε μόνιμη αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ στο μακροχρόνιο ορίζοντα (20 έτη) μεταξύ 6% και 9,9%, με τις θετικές επιδράσεις να επεκτείνονται και σε άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές. Ωστόσο, τα οφέλη για την οικονομία θα είναι διατηρήσιμα μακροχρόνια μόνο εφόσον υπάρξει πλήρης υλοποίηση των προβλεπόμενων διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, τα οικονομικά οφέλη του Εθνικού Σχεδίου θα είναι βραχυπρόθεσμα και η οικονομία θα επιστρέψει σταδιακά στην αρχική της κατάσταση.
Δήμητρα Δημητροπούλου και Αναστασία Θεοφιλάκου: “Ερμηνεύοντας τις διαφορές μεταξύ των χωρών ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις από την κρίση της πανδημίας COVID-19”
Η μελέτη διερευνά τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες των διαφορών στην οικονομική επίπτωση της πανδημίας COVID-19 μεταξύ των προηγμένων οικονομιών. Βασίζεται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία που αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα (economic resilience) και η οποία ερευνά τυχόν διαφορές μεταξύ οικονομιών που υπέστησαν μια κοινή διαταραχή, σε ό,τι αφορά την οικονομική επίπτωσή της ή/και τα χαρακτηριστικά της ανάκαμψης από αυτή. Η μελέτη εξετάζει την κοινή διαταραχή της πανδημίας COVID-19 και την επίδραση μακροοικονομικών και διαρθρωτικών παραγόντων στο βαθμό οικονομικής ανθεκτικότητας που επέδειξε κάθε οικονομία το 2020.
Συγκεκριμένα, η ανάλυση επικεντρώνεται στην επίδραση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς επίσης και παραγόντων που προϋπήρχαν της κρίσης και οι οποίοι ενδεχομένως ενίσχυσαν την οικονομική ανθεκτικότητα απέναντι στην πανδημική κρίση, περιορίζοντας τη συρρίκνωση του παραγόμενου προϊόντος. Επιπλέον, εξετάζεται ο ρόλος των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που ελήφθησαν το 2020 στην εξήγηση των διακυμάνσεων της οικονομικής επίπτωσης μεταξύ των χωρών, λαμβάνοντας υπόψη το συγχρονισμό των μέτρων και του μεγέθους της πτώσης του ΑΕΠ. Για την εμπειρική ανάλυση αξιοποιούνται στοιχεία για 39 προηγμένες οικονομίες και εφαρμόζεται σειρά εναλλακτικών οικονομετρικών τεχνικών για τη διερεύνηση του βασικού ερωτήματος και τον έλεγχο των ευρημάτων.
Διαπιστώνεται ότι παράγοντες, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση και η διάρθρωση της οικονομίας (για παράδειγμα η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία και η συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας), που συνδέονται άμεσα με την κρίση της πανδημίας COVID-19, εξηγούν μεγάλο μέρος της ασυμμετρίας μεταξύ των χωρών στην απώλεια προϊόντος το 2020. Επιπλέον, στην οικονομική ανθεκτικότητα φαίνεται να συμβάλλουν διαρθρωτικοί και θεσμικοί παράγοντες που προϋπήρχαν της κρίσης, όπως η ποιότητα της διακυβέρνησης και ο βαθμός ρύθμισης των αγορών προϊόντων και εργασίας, ενώ μεγαλύτερη δημοσιονομική στήριξη το 2020 συνδέεται με χαμηλότερη απώλεια προϊόντος.
Χιόνα Μπαλφούσια και Δημήτριος Π. Λούζης: “Οι επιπτώσεις της οικονομικής αβεβαιότητας και της αβεβαιότητας για τον πληθωρισμό στην ελληνική οικονομία”
Στη μελέτη παρουσιάζονται οικονομετρικές εκτιμήσεις για την οικονομική αβεβαιότητα και την αβεβαιότητα σχετικά με τον πληθωρισμό στην ελληνική οικονομία και εξετάζεται κατά περίπτωση η διαχρονικά μεταβαλλόμενη επίδραση της εκτιμώμενης αβεβαιότητας στην αντίστοιχη μακροοικονομική μεταβλητή, δηλαδή το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τον πληθωρισμό. Στην οικονομική βιβλιογραφία το θέμα αυτό έχει εξεταστεί επανειλημμένα για μια σειρά χωρών και τα εμπειρικά ευρήματα ποικίλλουν. Συνήθως όμως δεν διερευνάται κατά πόσον η επίδραση της αβεβαιότητας μεταβάλλεται διαχρονικά. Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιείται ένα υπόδειγμα διαχρονικά μεταβαλλόμενων παραμέτρων, καθώς επιτρέπει την εκτίμηση ενός διαχρονικά μεταβαλλόμενου μέτρου αβεβαιότητας για την κάθε μακροοικονομική μεταβλητή (δηλαδή το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης ή τον πληθωρισμό), το οποίο χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως ερμηνευτική μεταβλητή που επηρεάζει το ίδιο το υπό εξέταση μακροοικονομικό μέγεθος. Έτσι, μπορεί κανείς να μελετήσει το βαθμό αβεβαιότητας, αλλά και την επίδρασή της σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Για την εκτίμηση του υποδείγματος χρησιμοποιούνται τριμηνιαία στοιχεία για το ρυθμό αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές και για τον πληθωρισμό με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ). Η περίοδος που εξετάζεται είναι εικοσιπενταετής, από το πρώτο τρίμηνο του 1995 (1996 για τον πληθωρισμό) μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2021. Το δείγμα καλύπτει όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου και αρκετές περιόδους αυξημένης μεταβλητότητας.
Οι συγγραφείς βρίσκουν ότι η εκτιμώμενη αβεβαιότητα εμφανίζει σημαντική μεταβλητότητα κατά τη διάρκεια του δείγματος. Επιπλέον, η επίδραση της αβεβαιότητας στην κάθε μακροοικονομική μεταβλητή επίσης μεταβάλλεται διαχρονικά και είναι, κατά περιόδους, στατιστικά σημαντική. Μεταξύ άλλων, εκτιμάται ότι η επίδραση της αβεβαιότητας στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τον πληθωρισμό είναι αρνητική και στατιστικά σημαντική κατά τη διάρκεια τόσο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ελληνικής κρίσης δημόσιου χρέους όσο και της πανδημίας COVID-19. Δηλαδή σε αυτές τις περιόδους η αβεβαιότητα επιδεινώνει τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Από τα ευρήματα της μελέτης προκύπτουν συμπεράσματα χρήσιμα για την άσκηση πολιτικής, μεταξύ των οποίων και ότι η διαδικασία απόσυρσης των έκτακτων μέτρων κρατικής στήριξης που υιοθετήθηκαν κατά την πανδημία ενδείκνυται να είναι σταδιακή και προσεκτική, καθώς τυχόν περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας ίσως έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό.
Ευάγγελος Χαραλαμπάκης: “Η αντίδραση των τιμών των μετοχών στο πρώτο κύμα της πανδημίας COVID-19: ευρήματα από την Ελλάδα”
Η μελέτη αναλύει την απόδοση των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών σε επίπεδο κλάδου στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα. Προς το σκοπό αυτό, αξιοποιεί ημερήσια στοιχεία αποδόσεων μετοχών για 112 εισηγμένες εταιρίες την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2020. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει πέντε επιμέρους περιόδους από τον Ιανουάριο μέχρι και το Μάιο του 2020, και συγκεκριμένα την περίοδο πριν από την επώαση του κορωνοϊού, την περίοδο της επώασης, την περίοδο εκδήλωσης του ιού, την περίοδο του lockdown και την περίοδο άρσης του lockdown. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι αποδόσεις των μετοχών σε επίπεδο κλάδου υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση την περίοδο εκδήλωσης του κορωνοϊού. Συγκεκριμένα, οι κλάδοι ταξιδιών και αναψυχής, κατασκευών, τηλεπικοινωνιών, βιομηχανικών αγαθών, ακινήτων, τεχνολογίας και κοινής ωφέλειας είχαν κατά μέσο όρο αρνητικές σωρευτικές αποδόσεις. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν επίσης ότι την περίοδο του lockdown παρατηρήθηκε μερική ανάκαμψη των τιμών των μετοχών, η οποία πιθανόν να οφείλεται στην ανακοίνωση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης από την ελληνική κυβέρνηση σε συνδυασμό με τη θέσπιση του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (ΡΕΡΡ) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι κλάδοι τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, τεχνολογίας και ταξιδιών και αναψυχής παρουσιάζουν τις υψηλότερες αποδόσεις την περίοδο του lockdown. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αξιολογεί την αντίδραση των αποδόσεων των μετοχών σε επίπεδο κλάδου με βάση την ανάλυση της μελέτης γεγονότων (event study). Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι οι κλάδοι κοινής ωφέλειας, τηλεπικοινωνιών, προσωπικών αγαθών και λιανεμπορίου έχουν υποστεί λιγότερες ζημίες σε σχέση με το γενικό δείκτη της αγοράς την περίοδο εκδήλωσης του COVID-19 στην Ελλάδα. Τέλος, πάρα τη μερική ανάκαμψη των τιμών των μετοχών την περίοδο του πρώτου lockdown, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κλάδοι βασικών πρώτων υλών, τροφίμων και ποτών, βιομηχανικών αγαθών και λιανεμπορίου βραχυπρόθεσμα υποαποδίδουν σε σχέση με το γενικό δείκτη της αγοράς.
Φαίδων Καλφάογλου: “Κίνδυνοι ESG: μια νέα πηγή κινδύνων για τον τραπεζικό τομέα”
Τα τελευταία χρόνια, στο δημόσιο διάλογο εκφράζεται ιδιαίτερος προβληματισμός σχετικά με το ποιες είναι οι προσφορότερες πολιτικές για την ενθάρρυνση και χρηματοδότηση επενδύσεων που συνάδουν με τη βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη ανάπτυξη και δεν επιφέρουν αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας καλείται να υποστηρίξει τις πολιτικές αποφάσεις σχετικά με την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Συνεπώς, οι τράπεζες είναι αντιμέτωπες με μια νέα μορφή κινδύνων, που είναι συλλογικά γνωστοί ως “κίνδυνοι ESG”, δηλαδή κίνδυνοι που πηγάζουν από τις επιπτώσεις χρηματοδοτικών και επενδυτικών επιλογών στο περιβάλλον, την κοινωνία και την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης (environment, society and governance – ESG), και τους οποίους καλούνται να αναγνωρίσουν, να αναλύσουν, να παρακολουθήσουν και να διαχειριστούν. Λόγω της διαφορετικής φύσης αυτών των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αποσαφηνίσει τις έννοιες, να αυξήσει την ευαισθητοποίηση απέναντι στους νέους κινδύνους και να διευκολύνει την ενσωμάτωση του συναφούς κανονιστικού πλαισίου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αρχικά, αναλύονται τα θέματα ESG και οι δίαυλοι μετάδοσης προς τους παραδοσιακούς τραπεζικούς κινδύνους. Στη συνέχεια, η μελέτη επικεντρώνεται στις πρωτοβουλίες που μπορούν να διευκολύνουν την εισαγωγή του πλαισίου ESG στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τέλος, η μελέτη εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες μπορούν να ενσωματώσουν τα θέματα ESG στη λήψη αποφάσεων. Εν κατακλείδι, οι φιλόδοξες πολιτικές σε σχέση με τη βιωσιμότητα απαιτούν την αλλαγή νοοτροπίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα ώστε να είναι δυνατή η χρηματοδότηση της μετάβασης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Περισσότερες πληροφορίες:
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα και σε ηλεκτρονική μορφή στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.bankofgreece.gr/Publications/oikodelt202107.pdf