Με το βλέμμα στην ανάπτυξη των ελληνικών ΜμΕ μετά το πέρας της πανδημίας, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί ο απολογισμός του αποτυπώματος της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης στη λειτουργία τους.
Αυτός είναι ο στόχος της νέας μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η οποία παίρνει τη σκυτάλη από προηγούμενες εκδόσεις, όπου διαπιστώθηκε η πρόθεση των ΜμΕ να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που ανοίγονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Ειδικότερα, μέσω έρευνας πεδίου σε δείγμα 600 ΜμΕ, διερευνάται ο βαθμός στον οποίο συνέβαλαν τα κρατικά και τραπεζικά μέτρα παροχής ρευστότητας τόσο στην επιβίωση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των περιορισμών, όσο και στην άμβλυνση τυχόν δομικών επιδράσεων στην μεσοπρόθεσμη στρατηγική τους, όπως αυτές διαφαίνονται από τη μεταβολή βασικών παραμέτρων της λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, η μεγάλη πλειοψηφία των ΜμΕ στράφηκε προς τις προσφερόμενες ενισχύσεις, προτιμώντας τα εργαλεία εκείνα που προσέφεραν άμεση ρευστότητα. Συγκεκριμένα, το 46% των ΜμΕ επέλεξε έναν συνδυασμό των μέτρων από αυτά που είχαν διαθέσιμα (αναστολή συμβάσεων εργασίας, επιστρεπτέα προκαταβολή και τραπεζικό δανεισμό με ευνοϊκούς όρους), ενώ 30% των ΜμΕ έκανε χρήση ενός μόνο μέτρου προκειμένου να αντλήσει ρευστότητα. Τέλος, 8% των ΜμΕ προτίμησαν άλλου είδους μέτρα αναστολής πληρωμών.
Αθροιστικά τα μέτρα στήριξης κάλυψαν το 84% του τομέα των ΜμΕ (έναντι 80% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ). Η προτίμηση των ΜμΕ ως προς τον τρόπο άντλησης ρευστότητας εμφανίζει αποκλίσεις ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να προτιμούν την επιστρεπτέα προκαταβολή και τις μεσαίες τον δανεισμό με ευνοϊκούς όρους. Η ευρεία χρήση των μέτρων αποτέλεσε πολύτιμη ενίσχυση για τη μεγάλη πλειοψηφία των ΜμΕ. Αναλυτικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, το 52% του τομέα κατάφερε μέσω των μέτρων να εξασφαλίσει επαρκή ρευστότητα προκειμένου να συνεχίσει την λειτουργία του, ενώ σε ικανοποιητικό βαθμό ωφελήθηκε άλλο ένα 15% του τομέα. Μόλις 17% των ΜμΕ δήλωσε ότι δεν βοηθήθηκε επαρκώς ενώ έκανε χρήση των μέτρων.
Εξετάζοντας κομβικά οικονομικά μεγέθη του τομέα των ΜμΕ κατά την πανδημία, γίνεται αντιληπτό πως τα μέτρα αποσόβησαν μία ενδεχόμενη κρίση ρευστότητας στις ΜμΕ και έτσι η απότομη πτώση των πωλήσεων και των κερδών δεν οδήγησε σε επί τα χείρω δομικές αλλαγές στη δραστηριότητα τους. Ειδικότερα, το καθαρό ισοζύγιο απαντήσεων των ΜμΕ ως προς τη μεταβολή πωλήσεων το 2020 ήταν αναμενόμενα αρνητικό (-40% του τομέα, με 19% των ΜμΕ να δηλώνουν άνοδο και 59% να δηλώνουν πτώση πωλήσεων). Αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν τα κέρδη των ΜμΕ (καθαρό ισοζύγιο -43% του τομέα). Αντίθετα, διαθρωτικά μεγέθη όπως η απασχόληση και οι πάγιες εγκαταστάσεις παρέμειναν σχετικά σταθερά για την πλειοψηφία του τομέα (με οριακά θετικό καθαρό ισοζύγιο απαντήσεων). Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με την επιλογή των ΜμΕ να μην προσαρμόσουν τις τιμές τους στη χαμηλότερη ζήτηση που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υποδηλώνει ότι οι ΜμΕ εξέλαβαν την πανδημία ως μια συγκυριακή διαταραχή, που δεν ανατρέπει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους.
Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός πως μετά το πέρας της πανδημίας οι ΜμΕ αναμένουν υψηλότερες πωλήσεις και κερδοφορία σε σχέση με το 2019 (+20% και +5% αντίστοιχα σε όρους καθαρού ισοζυγίου απαντήσεων), ενώ σχεδιάζουν την περαιτέρω ανάπτυξη τους, τόσο όσον αφορά την απασχόληση (+11%) όσο και την επέκταση των πάγιων εγκαταστάσεών τους (+14%). Αντίστοιχα, ως προσωρινή εκλαμβάνεται η αρνητική διαταραχή στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην απόδοση των παγίων τους. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκε για το 45% των επιχειρήσεων, το 79% των ΜμΕ θεωρεί πως με το πέρας της πανδημίας η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι ίδια ή και υψηλότερη από τα επίπεδα του 2019. Παρόμοια είναι η εκτίμηση των ΜμΕ για την πορεία της απόδοσης παγίου κεφαλαίου, με το 69% του τομέα με το πέρας της πανδημίας να αναμένει ίση ή καλύτερη απόδοση έναντι του 2019. Αξίζει να αναφερθεί πως η ανάκαμψη της δραστηριότητας έχει ήδη αρχίσει σταδιακά να πραγματοποιείται, καθώς το 17% των ΜμΕ δηλώνει ότι έχει επανέλθει στα επίπεδα πωλήσεων του 2019, με ένα επιπλέον 1/2 του τομέα να εκτιμά ότι θα επανακάμψει εντός της επόμενης διετίας. Ωστόσο, η ανάκαμψη για το 1/3 των ΜμΕ αναμένεται βραδύτερη καθώς εκτιμάει πως θα επανέλθει στα πρότερα επίπεδα δραστηριότητας σε περισσότερο από 3 χρόνια, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να επηρεάζονται εντονότερα καθώς το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνες αγγίζει το 41% (έναντι 33% τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεσαίες επιχειρήσεις).
Η αποτελεσματική στήριξη που έλαβαν οι ΜμΕ από τα μέτρα επιβεβαιώνεται και από άλλους δείκτες χρηματοοικονομικής αντοχής, όπως:
Το ποσοστό επιχειρήσεων με έντονο πρόβλημα ρευστότητας διατηρήθηκε σχετικά σταθερό εν μέσω της πανδημίας (της τάξης του 15%), με μικρή επιδείνωση σε μικρές επιχειρήσεις – οι οποίες παρέμειναν ωστόσο σε καλύτερη θέση συγκριτικά με τα επίπεδα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης.
Τις χρεωκοπίες επιχειρήσεων, καθώς βάσει επίσημων στοιχείων, το 2020 (έτος που το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2%) καταγράφηκαν 23% λιγότερες λήξεις επιχειρήσεων σε σχέση με το 2019.
Συμπερασματικά, μετά το αρχικό χτύπημα της πανδημίας και το πλήγμα που αυτό είχε στη δραστηριότητα του επιχειρηματικού τομέα, οι ελληνικές ΜμΕ – στηριζόμενες από τα μέτρα τόνωσης ρευστότητας – παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικές (με το 67% να είναι πλέον ικανό να λειτουργήσει απρόσκοπτα δίχως την παροχή στήριξης και το οποίο παράγει τα 4/5 της προστιθέμενης αξίας του τομέα). Υπό αυτές τις συνθήκες, δημιουργούνται καλύτερες προοπτικές όσον αφορά την αναπτυξιακή πορεία των ΜμΕ μετά το τέλος της πανδημίας, καθώς διασφαλίζεται ότι δε θα παρεκκλίνουν σημαντικά από τα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους και θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες της επόμενης μέρας.