«Η κατάργηση των Διμερών Επενδυτικών Συμφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα σημαντικό βήμα που υπηρετεί το συμφέρον της χώρας, γιατί οδηγεί στο πάγωμα υποθέσεων αποζημίωσης, ενώ δημιουργεί και καθεστώς διαφάνειας στις ξένες επενδύσεις», τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, στην Διαρκή Επιτροπή Εθνικής 'Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, κατά τη συζήτηση του σ/ν του ΥΠΕΞ για την κύρωση της Συμφωνίας για τη λήξη ισχύος των Διμερών Επενδυτικών Συμφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
«Η υπό κύρωση Συμφωνία δίνει στην ελληνική οικονομία ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων, χωρίς το κράτος να αναμιγνύεται και να αναλαμβάνει οποιοδήποτε ρίσκο για την επένδυση, που θα πραγματοποιηθεί», ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και πρόσθεσε ότι «η κατάργηση των Διμερών Επενδυτικών Συμφωνιών ανοίγει επιτέλους τον ανταγωνισμό επί ίσοις όροις, βάζει τέλος σε συμπεριφορές προνομιακής μεταχείρισης και υπαγωγής σε διεθνή διαιτησία και προστατεύει συνολικά τη χώρα, αλλά και τους επενδυτές, Έλληνες και ξένους, που θα έρθουν να επενδύσουν στη χώρα μας».
Ο αναπληρωτής υπουργός έκανε επίσης ειδική μνεία στην πρωτοβουλία σύγκλησης των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων των κρατών-μελών της ευρωομάδας EUMED, επί τη ευκαιρία της ελληνικής Προεδρίας και ενόψει της Συνόδου Κορυφής των Αθηνών, στις 17 Σεπτεμβρίου. Ο κ. Βαρβιτσιώτης συνεχάρη την Επιτροπή για αυτήν την πρωτοβουλία, εντάσσοντάς την στο πλαίσιο διεύρυνσης της ατζέντας και της επικοινωνίας μεταξύ των EUMED, που είχε αποφασίσει με τους ομολόγους του, ήδη από την υπουργική σύνοδο του Ιουνίου στη Βουλιαγμένη. «Με την απόφαση που λάβαμε τον Ιούνιο, τόνισε, οι MED7 μετατράπηκαν σε ομάδα, που ονομάζεται πλέον EUMED με την προσθήκη της Κροατίας και της Σλοβενίας».
Με τη Συμφωνία για τη λήξη ισχύος των Διμερών Επενδυτικών Συμφωνιών, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 5 Μαΐου του 2020 από 23 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ στις 29 Αυγούστου του 2020, τερματίζονται οριστικά και στο σύνολό τους χωρίς μελλοντικές νομικές συνέπειες οι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες, οι οποίες βρίσκονταν σε ισχύ μεταξύ του Βελγίου, της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Δανίας, της Γερμανίας, της Εσθονίας, της Ελλάδος, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Κροατίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, του Λουξεμβούργου, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Ολλανδίας, της Πολωνίας, της Πορτογαλίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας. Στο σύνολό τους πρόκειται για περίπου 190 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ χωρών της κεντρικής και της ανατολικής ή νότιας Ευρώπης, πριν οι τελευταίες αποκτήσουν την ιδιότητα του κράτους μέλους. Οι συμφωνίες είχαν διατηρήσει την ισχύ τους μετά την ένταξη των τελευταίων αυτών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις διαδοχικές διευρύνσεις που είχαν πραγματοποιηθεί το 2004, το 2007 και το 2013.
Η Συμφωνία συνιστά την έμπρακτη συμμόρφωση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Μαρτίου του 2018, αναφορικά με την υπόθεση C-284/16 της Δημοκρατίας της Σλοβακίας εναντίον της Achmea BV. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, οι ρήτρες διαιτησίας, οι οποίες περιέχονται στις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών είναι ασύμβατες με το κοινοτικό δίκαιο και παραβιάζουν την αυτονομία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως προβλέπεται από τις συνθήκες. Τα διαιτητικά δικαστήρια που συστήνονται για την επίλυση διαφορών επενδυτή κράτους μέλους, βάσει των εν λόγω διμερών συμφωνιών κηρύσσονται αναρμόδια. Στην περίπτωση μάλιστα που κρίνουν ότι ένας επενδυτής από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται αποζημίωση από άλλο κράτος μέλος, οι αποφάσεις τους δεν μπορούν να εκτελεστούν από τις διοικήσεις των κρατών μελών.
«Οι στόχοι της κύρωσης της Συμφωνίας αυτής είναι η διαφύλαξη της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαιικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η τήρηση της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ των επενδυτών των κρατών μελών και τελικά, η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού», ανέφερε ο εισηγητής της ΝΔ Αθανάσιος Λιούτας και πρόσθεσε ότι ο στόχος της διαφύλαξης της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς αποτελεί ένα κρίσιμο στόχο, όπως κρίσιμο και καθοριστικό στόχο αποτελεί η διασφάλιση των ίσων όρων του ανταγωνισμού εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Καταλαβαίνουμε ότι η χώρα μας πρέπει να συνταχθεί με τις χώρες που υποστηρίζουν την εντατικοποίηση των συζητήσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών, με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διασφάλιση της υγιούς και αποτελεσματικής προστασίας των επενδύσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το σκοπό αυτό απαιτείται, να διερευνηθούν τα προσφορότερα εργαλεία βάσει του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αξιολογηθούν οι υφιστάμενοι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και την προστασία των επενδύσεων», ανέφερε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Ιωάννης Αμανατίδης.
«Είναι προφανές ότι είμαστε υπέρ μιας τέτοιας συμφωνίας που συμμορφώνεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου», ανέφερε ο ειδικός αγορητής του Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Φραγγίδης.
«Αυτή καθαυτή η Σύμβαση αφορά την κατάργηση διμερών συμφωνιών μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διαιτητικές διαδικασίες ανάμεσα σε επενδυτές και κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις περιπτώσεις εκείνες που αυτά τα κράτη-μέλη με δική τους εθνική νομοθεσία δημιουργούσαν εμπόδια σε επενδυτικά σχέδια των καπιταλιστών», ανέφερε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Διαμάντω Μανωλάκου και πρόσθεσε ότι οι επενδυτές «στρέφονταν κατά των κρατών για να ζητήσουν αποζημιώσεις, δηλαδή, δημιουργούσαν ένα κύκλωμα παραδικαστηρίων για επενδυτές μόνο, όχι δικαστήρια με τη συνταγματική έννοια, αλλά με εκατέρωθεν διαιτητές μεγαλοδικηγορικών γραφείων».
"Οι εταιρείες και όσο πιο μικρό είναι το κράτος, τόσο πιο μεγάλες δυνατότητες έχουν αυτές οι εταιρείες κολοσσοί, να κάνουν ότι θέλουν. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει και νομίζω ότι δεν αμφισβητείται από κανέναν, πλέον", ανέφερε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης Αντώνης Μυλωνάκης.
«Δεν πρέπει να έχουμε όλοι μας την παραμικρή ψευδαίσθηση ότι η συγκεκριμένη συμφωνία κατάργησης των διμερών επενδυτικών συμφωνιών με ρήτρες διεθνούς διαιτησίας μεταξύ κρατών-μελών σηματοδοτεί την παραμικρή μεταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς λιγότερο φιλελεύθερες πολιτικές», ανέφερε ο ειδικός αγορητής του ΜέΡΑ25, Κλέων Γρηγοριάδης και δήλωσε ότι το κόμμα του ψηφίζει «παρών» και καταγγέλλει ταυτόχρονα «την πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων που έχουν προβεί όλα αυτά τα χρόνια σε διμερείς συμφωνίες με ιδιώτες επενδυτές, στους οποίους παραχωρήθηκε η δυνατότητα προσφυγής σε διεθνή διαιτησία, αντί για τα εθνικά μας δικαστήρια».