Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε "ΒΒ+” από "ΒΒ”, με σταθερό outlook, προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης "Scope Ratings” την Παρασκευή, θέτοντας τη χώρα μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική κατάσταση. Είναι η τρίτη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει προκαλέσει παγκοσμίως, το αξιόχρεο της χώρας μας.
Τι οδήγησε στην αναβάθμιση:
1. Η ενίσχυση της υποστήριξης των ευρωπαϊκών θεσμών εν μέσω της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, με τη μορφή μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτά τα μέτρα, σε συνδυασμό με την πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη από την ΕΕ, μετά την έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ, ενισχύουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την ελληνική κυβέρνηση για περαιτέρω δημόσιες επενδύσεις.
2. Το πολύ ισχυρό προφίλ του δημόσιου χρέους που προκύπτει από τα υποστηρικτικά μέτρα των πιστωτών της ευρωζώνης, τα χαμηλά επιτόκια και την προληπτική διαχείριση του δημόσιου χρέους.
3. Οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιόρισαν τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και βελτίωσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με την κινητοποίηση επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Οι κίνδυνοι
Η Scope Ratings επισημαίνει πως η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να περιορίζεται από:
i) το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αντικατοπτρίζει την ευαλωτότητα που υπάρχει στην περίπτωση που οι αγορές επανεκτιμήσουν τον κίνδυνο που συνδέεται με τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης
ii) τις δυσκολίες του χρηματοπιστωτικού τομέα που σχετίζονται με τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τον συνεχιζόμενο κίνδυνο στη διασύνδεση μεταξύ κράτους και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
iii) τις διαρθρωτικές αδυναμίες που επηρεάζουν αρνητικά την ασθενή δυναμική ανάπτυξης, και οι οποίες συνδέονται με την υψηλή ανεργία, την περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, τις δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας και την έλλειψη σημαντικών άμεσων ξένων επενδύσεων.
Το σταθερό outlook αντανακλά την εκτίμηση της Scope ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία θα είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12-18 μήνες.
Οι αξιολογήσεις και προοπτικές της χώρας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, κατά μόνας ή συνολικά:
i) ενισχυθεί η στήριξη από πλευράς ευρωσυστήματος στα ελληνικά χρεόγραφα στη μετά κρίση εποχή
ii) η δημοσιονομική εξυγίανση και η οικονομική ανάκαμψη οδηγήσουν σε ισχυρή μείωση του χρέους
iii) περιοριστούν οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, ή/και
iv) μειωθούν οι κίνδυνοι για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, και αυξηθεί η παροχή δανειοδοτήσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Αντιθέτως, οι αξιολογήσεις και προοπτικές θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν, κατά μόνας ή συνολικά:
i) μειωθεί η στήριξη από πλευράς ευρωσυστήματος στο ελληνικό χρέος
ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμείνουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή εκδηλωθεί νέα οικονομική ύφεση, παρεμποδίζοντας την πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους
iii) αποδυναμωθεί η δέσμευση για μεταρρυθμίσεις, γεγονός που μειώνει τις προοπτικές περιορισμού των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύει την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη, ή/και
iv) αυξηθούν εκ νέου οι κίνδυνοι για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, και κατά συνέπεια τον κίνδυνο αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον κρατικό ισολογισμό.
O οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τη κρίση που προκάλεσε η πανδημία θα επανεκτιμηθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν σε μελλοντικές παγκόσμιες ή/και περιφερειακές κρίσεις. Πιο μακροπρόθεσμα, αναμένονται βήματα εξομάλυνσης των έκτακτων πολιτικών της ΕΚΤ καθώς η κρίση του κορονοϊού υποχωρεί σταδιακά και οι οικονομίες παρουσιάζουν ισχυρή ανάκαμψη. Το πρόγραμμα PEPP, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ελληνικών ομολόγων, αναμένεται να περικοπεί σταδιακά έως το 2022. Ωστόσο, η Scope αναμένει ότι το παράλληλο πρόγραμμα APP θα προσαρμοστεί, αυξάνοντας ενδεχομένως τον ρυθμό των αγορών του APP ή/και αυξάνοντας την ευελιξία των αγορών του. Μέχρι το τέλος του 2021, το Ευρωσύστημα αναμένεται να κατέχει πάνω από το 10% του χρέους της ελληνικής γενικής κυβέρνησης, από περίπου 3% πριν από την κρίση. Καθώς οι κρατικές αξιολογήσεις αποδίδονται επί του χρέους που πρέπει να καταβληθεί στον ιδιωτικό τομέα, αυτή η μετατόπιση του χρέους στον ισολογισμό του επίσημου τομέα είναι πιστωτικά θετική, περιορίζοντας το ανεξόφλητο τμήμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων με αξιολόγηση που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας, ενώ αυξάνει το μερίδιο του χρέους που η κυβέρνηση ουσιαστικά οφείλει στον εαυτό της - μέσω των συμμετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος.
Παράλληλα με τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας επωφελείται από τη δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ. Βάσει του προγράμματος NextGeneration EU, η Ελλάδα πρόκειται να λάβει χρηματοδότηση 30,5 δισ. ευρώ (15,8% του μέσου ΑΕΠ για την περίοδο 2021-2026 - ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ), με την πλειονότητα των κεφαλαίων (17,8 δισ. ευρώ) να είναι επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα να είναι δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Η χρηματοδότηση αυτή συνδέεται με όρους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αφορούν τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την προσαρμογή στην κλιματική πρόκληση. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει επωφεληθεί από το πρόγραμμα SURE με δάνεια ύψους 5,3 δισ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ).
Η ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ελλάδα περιλαμβάνει τη συνεχή παρακολούθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο εποπτείας μετά τη διάσωση από τους πιστωτές της Ευρωζώνης, και τα οποία θα επανεξετάζονται σε εξαμηνιαία βάση έως τα μέσα του 2022. Το πρόγραμμα εποπτείας της ΕΕ μετά τη διάσωση επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 20% του ΑΕΠ έως το 2060, ενώ το Eurogroup συμφωνεί να επανεξετάσει, στο τέλος της περιόδου χάριτος του EFSF το 2032, κατά πόσον ενδέχεται να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα για το χρέος ώστε να διατηρηθεί η επίτευξη αυτού του στόχου. Η σύνθετη ευρωπαϊκή νομισματική και δημοσιονομική στήριξη παρείχε ενδεχόμενη χρηματοδότηση στην Ελλάδα -ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής πίεσης- και στήριξε τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ο δεύτερος παράγοντας για την αναβάθμιση σε BB+ αντικατοπτρίζει το πολύ ισχυρό προφίλ χρέους της κυβέρνησης που προκύπτει από τα υποστηρικτικά μέτρα των πιστωτών της ευρωζώνης, τους χαμηλούς παγκόσμιους όρους επιτοκίων και την προληπτική διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Αυτό προμηνύει ότι το μέσο σταθμισμένο κόστος τόκων του χρέους θα υποχωρήσει στο 1,4% το 2021, από 4,6% το 2011. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων βρίσκονταν στο 0,8% τη στιγμή της δημοσίευσης της έκθεσης αναφέρει ο οίκος, παραμένοντας κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα παρά την αύξηση από τον Αύγουστο. Οι τρέχουσες διευκολυντικές συνθήκες δανεισμού οδήγησαν σε μείωση των καθαρών πληρωμών τόκων της Ελλάδας (στο 2,8% του ΑΕΠ το 2021) παρά τις αυξήσεις του αποθέματος του χρέους σε ιστορικά υψηλά. Η εξυπηρέτηση χρέους της Ελλάδας προς τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης παραμένει κάτω από αυτή της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, παρά τον υψηλότερο λόγο χρέους.
Η μακροχρόνια λήξη του δημόσιου χρέους, περίπου 21 ετών, μετά την επέκταση από 6,3 έτη το 2011 μετά από μέτρα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, ενισχύει περαιτέρω το προφίλ του χρέους. Τον Μάρτιο του 2021, η κυβέρνηση εξέδωσε το πρώτο 30ετές ομόλογο από το 2008. Η στρατηγική για το 2021 περιελάμβανε χρηματοδότηση για την αποπληρωμή πρώιμου μέρους ενός ανεξόφλητου δανείου στο ΔΝΤ, ύψους περίπου 3,3 δισ. ευρώ (περίπου το 65% του δανείου στο ΔΝΤ ), σημειώνει ο οίκος και προσθέτει ότι ο επίσημος τομέας κατέχει πάνω από το 85% του ελληνικού δημόσιου χρέους, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών ομολόγων που διατηρούνται στην ΕΚΤ. Οι χρηματοδοτικοί κίνδυνοι της Ελλάδας μετριάζονται, με τα ταμειακά διαθέσιμα να κυμαίνονται λίγο πάνω από τα 32 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ του 2021) τον Ιούνιο.
Ο τρίτος παράγοντας για την αναβάθμιση της αξιολόγησης σε BB+ είναι οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βοήθησαν στην αντιμετώπιση των αδυναμιών του τραπεζικού συστήματος και η κινητοποίηση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, με στόχο την αντιμετώπιση των διαρθρωτικά χαμηλών επενδύσεων.
Σημαντική μεταρρύθμιση αποτέλεσε το τραπεζικό πρόγραμμα "Ηρακλής", σημειώνεται στην έκθεση. Οι αρχές παρέτειναν το πρόγραμμα "Ηρακλής" έως τον Οκτώβριο του 2022 για να διευκολύνουν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το πρόγραμμα έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα σε σημαντική μείωση των NPLs στο 21,3% των συνολικών δανείων τον Ιούνιο 2021, από 40% στο τέλος του 2019. Η επέκταση του Ηρακλή αναμένεται να βοηθήσει τις φιλόδοξες προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να κινηθούν προς μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2022.
Δήλωση του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης “Scope Ratings”
«O οίκος αξιολόγησης “Scope Ratings” προχώρησε, στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε “ΒΒ+”, από “ΒΒ” προηγουμένως, θέτοντας τη χώρα μας ένα “σκαλοπάτι” μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Είναι η τρίτη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει προκαλέσει παγκοσμίως, το αξιόχρεο της χώρας μας, δίνοντας ακόμα μία “ψήφο” εμπιστοσύνης στην Ελλάδα και στις προοπτικές της.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, η οποία έρχεται να προστεθεί σε μια αλυσίδα θετικών εξελίξεων και βελτίωσης οικονομικών δεικτών το τελευταίο διάστημα.
Αυτό συνιστά απόρροια, αλλά και επιστέγασμα της σκληρής, μεθοδικής και αποτελεσματικής δουλειάς που καταβάλλει τα τελευταία δύο, και πλέον, έτη το Υπουργείο Οικονομικών και συνολικά η Κυβέρνηση, με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών που διέπονται από οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Πολιτικές που, μεταξύ άλλων, οδήγησαν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% το Β΄ τρίμηνο του 2021, στη μείωση των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών κατά περίπου 46 δισ. ευρώ την τελευταία διετία, στην αύξηση της απασχόλησης κατά 2,8% το Β’ τρίμηνο του έτους, στη διαρκή βελτίωση δεικτών, όπως είναι το οικονομικό κλίμα, η μεταποίηση και η οικοδομική δραστηριότητα, καθώς και στην επιτυχημένη πρόσφατη ταυτόχρονη έκδοση 5ετούς και 30ετούς ομολόγου.
Η διορατική εκδοτική πολιτική και η συνετή διαχείριση του “Ταμείου” της χώρας τα τελευταία χρόνια, ακόμα και μέσα στην πολυκύμαντη περίοδο της υγειονομικής κρίσης, έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των ταμειακών διαθεσίμων σε ασφαλή επίπεδα, υπερβαίνοντας τα 40 δισ. ευρώ αυτή την περίοδο.
Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει, και θα συνεχίσει, να εργάζεται, με αμείωτη ένταση, σχέδιο, υπευθυνότητα, όραμα και αποφασιστικότητα, με στόχο η χώρα μας να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, και από τους επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης, το συντομότερο δυνατό και να πορευτεί δυναμικά στη μετα-κορονοϊό εποχή, πάνω στις στέρεες βάσεις μιας ισχυρής, παραγωγικής, ανθεκτικής, πράσινης και ψηφιακής οικονομίας, τις οποίες μεθοδικά χτίζουμε».