Η αύξηση των τιμών της ευρωζώνης θα υποχωρήσει ξανά κάτω από το στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2023, επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για αύξηση των επιτοκίων, δήλωσε την Παρασκευή 12/11 ο Λιθουανός κεντρικός τραπεζίτης και μέλος της ΕΚΤ, Gediminas Simkus. Το σχόλιό του πάντως είναι αντιφατικό γιατί υποδηλώνει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για περισσότερο από ό,τι αρχικά εκτιμά η ΕΚΤ στις οικονομικές της προβλέψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 2% εντός του 2022 και όχι το 2023 όπως δήλωσε Λιθουανός κεντρικός τραπεζίτης.
Παρόμοιες δηλώσεις με τον Λιθουανό κεντρικό τραπεζίτη έκανε την Παρασκευή και ο υπεύθυνος χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ και διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Φινλανδίας και πολύ γνωστός στην Ελλάδα Όλι Ρεν (Olli Rehn). Όπως είπε τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα περιορίζουν την ανάπτυξη της ευρωζώνης και πιέζουν τον πληθωρισμό και θα παραμείνουν καθ' όλη τη διάρκεια του 2022.
Οι δηλώσεις τους συνοψίζονται στο ότι «ο πληθωρισμός της ευρωζώνης μπορεί να υποχωρήσει πιο αργά από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως, εν μέρει λόγω των επίμονων προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρέπει να αντιδράσει υπερβολικά», προσπαθώντας να ισορροπήσουν και με τις ενέργειες της ΕΚΤ για να μην βιαστεί να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων.
Να σημειωθεί πως ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε πάνω από το 4% τον περασμένο μήνα, υπερδιπλάσιος του στόχου της ΕΚΤ για 2%, λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού που αποδεικνύονται τώρα μεγαλύτερα προβλήματα από ό,τι πίστευουν οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής πριν από λίγες εβδομάδες.
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Φινλανδίας Olli Rehn και ο Gediminas Simkus της Λιθουανίας υπέδειξαν ότι αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις θα μπορούσαν να διαρκέσουν περισσότερο, αλλά επέμειναν στην άποψη της ΕΚΤ ότι η άνοδος των τιμών είναι προσωρινή.
Να σημειωθεί ότι κόντρα στο αφήγημα των κεντρικών τραπεζών περί παροδικού πληθωρισμού κινείται και ο γνωστός επενδυτικός οίκος Bridgewater, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για φούσκα στην αγορά χρηματοπιστωτικών αξιών, καθώς οι κεντρικές τράπεζες μένουν πίσω σε σχέση με την καμπύλη και επιτρέπουν στις προσδοκίες για υψηλό πληθωρισμό να ενσωματωθούν στη σκέψη των καταναλωτών, των ανθρώπων του επιχειρείν και των «παικτών» στις αγορές.
Πάντως, οι αγορές χρήματος την Παρασκευή άρχισαν πάλι να προεξοφλούν δύο πλήρεις αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Οι αγορές ομολόγων της ευρωζώνης ήταν ασταθείς τις τελευταίες εβδομάδες, με έμφαση στο πότε οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια καθώς οι αγορές φοβούνται ότι ο πληθωρισμός αποδεικνύεται λιγότερο παροδικός από ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Μετά τη συνεδρίαση πολιτικής της ΕΚΤ τον Οκτώβριο, οι αγορές κινήθηκαν προς μία αύξηση των επιτοκίων κατά 10 μονάδες βάσης (0,1%) έως τον Ιούλιο του 2022 και δύο αυξήσεις έως τον Οκτώβριο του 2022, αλλά ηρεμούσαν όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καθησύχαζαν με δηλώσεις τους τις αγορές.
Ωστόσο, τα στοιχεία της περασμένης Τετάρτης (10/11/2021) για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο έδειξαν ότι οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο από ότι αναμενόταν, εγείροντας νέες ανησυχίες σχετικά με το πόσο γρήγορα μπορεί να χρειαστεί να ενεργήσει η FED, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Στην αγορά ομολόγων η απόδοση του γερμανικού τίτλου 10ετούς διάρκειας παρέμεινε αμετάβλητη στο -0,23%.
Για το 10ετές της Ιταλίας η απόδοση αυξήθηκε 4 μονάδες βάσης στο 1% για πρώτη φορά μέσα σε μια εβδομάδα, ωθώντας το ασφάλιστρο κινδύνου που παρακολουθεί στενά που πληρώνει πέρα από τα γερμανικά ομόλογα πάνω από 120 bps.