Την εκτίμηση ότι το 2022, η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να εισέλθουν στην τελική φάση της διαδικασίας επανόδου σε μία νέα μορφή κανονικότητας με πολλά, ωστόσο, διακριτά χαρακτηριστικά, διατυπώνουν οι αναλυτές της Alpha Bank, στην εβδομαδιαία οικονομική ανάλυση της τράπεζας. την οποία επιμελείται ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Παναγιώτης Καπόπουλος.
Η δυναμική ανάκαμψη των οικονομιών, το 2021, οδήγησε ήδη αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα, σε υψηλότατου βαθμού ανάκτηση των απωλειών της πανδημικής, υφεσιακής διαταραχής, σε όρους ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος, αναφέρουν.
Η διαδικασία διαμόρφωσης, όμως, του μεταπανδημικού περιβάλλοντος χαρακτηρίζεται διεθνώς από νέες προκλήσεις. Η νέα κανονικότητα αναμένεται να έχει ως βασικό δομικό στοιχείο τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, καθώς η πανδημία είτε επιτάχυνε τεκτονικές αλλαγές που αναμένονταν να λάβουν χώρα μεταγενέστερα, είτε πυροδότησε κινδύνους -αλλά και ανέδειξε σημαντικές ευκαιρίες- για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία. Οι βασικές αβεβαιότητες για το νέος έτος είναι παγκόσμιας κλίμακας και συνδέονται αφενός, με τη μετάλλαξη Omicron και την εξέλιξη της πανδημίας και αφετέρου, με την πορεία του πληθωριστικού φαινομένου και ιδιαίτερα την αύξηση των τιμών της ενέργειας, αναφέρεται στην οικονομική ανάλυση.
Η εμφάνιση της νέας μετάλλαξης επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η πανδημία Covid-19 εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένες χώρες υποχρεώνονται να εισάγουν εκ νέου περιοριστικά μέτρα, προκειμένου να μετριαστεί η διασπορά της νέας μετάλλαξης. Παρά την αυξανόμενη προσαρμοστικότητα των οικονομιών στα περιοριστικά μέτρα, η εξέλιξη αυτή βραχυπρόθεσμα μπορεί να επιβραδύνει, σε κάποιο βαθμό, την οικονομική δραστηριότητα ιδιαίτερα των χωρών που είναι ευάλωτες σε διαταραχές της διεθνούς ζήτησης. Αντισταθμιστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη αναμένεται να διαδραματίσει η διάθεση νέων φαρμάκων και η διεύρυνση της εμβολιαστικής κάλυψης που θα συμβάλλουν στη βαθμιαία εξασθένιση της πανδημίας εντός του 2022, κυρίως, όμως, στις ανεπτυγμένες χώρες όπου τα εμβολιαστικά προγράμματα λαμβάνουν χώρα ταχύτερα.
Όπως επισημαίνεται, ο πληθωρισμός, τον Νοέμβριο, σε αρκετές χώρες, καταγράφει ιστορικά υψηλά πολλών ετών. Οι πιέσεις αυτές συνδέονται με τη ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας και της αναντιστοιχίας μεταξύ της αυξημένης ζήτησης και της αδύναμης προσφοράς, λόγω των δυσχερειών που επέφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Στην Ελλάδα, το πληθωριστικό φαινόμενο εξελίσσεται με μικρή καθυστέρηση και ελαφρώς μικρότερη ένταση σε σύγκριση με την ευρωζώνη (ευρωζώνη: Σεπτέμβριος 3,4%, Οκτώβριος 4,1%, Νοέμβριος 4,9%, Ελλάδα: Σεπτέμβριος 1,9%, Οκτώβριος 2,8%, Νοέμβριος 4%). Ο μέσος πληθωρισμός του 2021, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, εκτιμάται ότι ήταν πολύ χαμηλότερος συγκριτικά με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς τους πρώτους μήνες του έτους διατηρήθηκε σε αρνητικό έδαφος.
Η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, εκτιμούν οι αναλυτές της τράπεζας, θεωρείται μείζονος σημασίας, καθώς η άνοδος του επιπέδου τιμών σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ωστόσο, η συσσώρευση αποταμιεύσεων, το προηγούμενο διάστημα, καθώς και οι φορολογικές ελαφρύνσεις και οι μεταβιβάσεις (π.χ. η επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου θέρμανσης για τη χειμερινή περίοδο 2021-2022) αντισταθμίζουν, εν μέρει, την αρνητική επίπτωση των πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς στην κατανάλωση. Στο μεσοχρόνιο ορίζοντα, πρόσθετη αιτία ανησυχίας είναι η πιθανότητα πρόκλησης δευτερογενών επιδράσεων που θα έθετε σε κίνηση μία σπειροειδή εξέλιξη τιμών-μισθών, ένα φαινόμενο που επικρατούσε στη χώρα μας σε προηγούμενες δεκαετίες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών επιδιώκουν, στην τρέχουσα συγκυρία, να επιλέξουν την κατάλληλη νομισματική πολιτική, ώστε να συμβιβάσουν τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης και έναν έντονο πληθωρισμό, ώστε να μην υπερβαίνει τον στόχο που έχουν θέσει. Η ΕΚΤ εκτιμά πως θα υπάρξει σταδιακή εξομάλυνση των τιμών ενέργειας σταδιακά κατά το 2022 (Ch. Lagarde, ΕΚΤ, συνέντευξη Τύπου 16.12.2021).
Εκτός των παραπάνω προκλήσεων, η νέα χρονιά μπορεί να αναδείξει και σημαντικές ευκαιρίες για την Ελλάδα. Η ταχεία και ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το 2021, οδήγησε στην ανάκτηση μεγάλου μέρους των απωλειών που προκάλεσε η υφεσιακή διαταραχή του προηγούμενου έτους. Τούτο οφείλεται, κυρίως, στην καλύτερη του αναμενομένου επίδοση των εξαγωγών υπηρεσιών, λόγω της αξιοσημείωτης ανάκαμψης του τουρισμού και της ισχυρής αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Το 2022, το μίγμα της οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να διαφοροποιηθεί ελαφρώς, με μεγαλύτερη συμμετοχή των επενδύσεων, ούτως ώστε η νέα χρονιά να αποτελέσει σημείο καμπής στην προσπάθεια κάλυψης του επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη μακρά ύφεση που ακολούθησε την κρίση χρέους το 2010. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η ενεργοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα, μέσω επενδυτικών προγραμμάτων και μόχλευσης από το τραπεζικό σύστημα.
Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι η βελτίωση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και η μείωση της απόκλισης από την επενδυτική βαθμίδα. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, αφού οι ιδιαίτερα ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης σε ονομαστικούς όρους, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ονομαστικές πληρωμές τόκων, θα οδηγήσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική πορεία. Η πρόσφατη διεύρυνση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) του χρονικού ορίζοντα επανεπένδυσης σε ελληνικούς τίτλους, μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων τον προσεχή Μάρτιο, δύναται να διασφαλίσει τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας στο μεσοδιάστημα, μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, από τη χώρα μας. Παράλληλα, αποτελεί ένα ισχυρό, διπλό μήνυμα για τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Πρώτον, ότι δεν θα δημιουργηθούν εκ νέου συνθήκες που θα οδηγήσουν σε άνοδο του κόστους δανεισμού της χώρας και δεύτερον, ότι εμπράκτως επιβραβεύεται η πρόοδος της Ελλάδας στο πεδίο του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Η ανωτέρω εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη μεγάλη συμμετοχή της χώρας μας στα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενισχύουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας, ως ελκυστικού προορισμού άμεσων ξένων επενδύσεων, αναφέρεται στην οικονομική ανάλυση.
Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι κυβερνήσεις, παγκοσμίως, υιοθέτησαν πρωτοφανή -σε έκταση- μέτρα στήριξης των οικονομιών τους και ιδιαίτερα της απασχόλησης. Η σταδιακή απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης αναμένεται να συνεχιστεί εντός του 2022, επιφυλάσσοντας αρκετούς κινδύνους και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε κλάδου και τον βαθμό στον οποίο έχει πληγεί από την πανδημία. Επιπροσθέτως, η ανάγκη κοινωνικής αποστασιοποίησης ενίσχυσε έτι περαιτέρω τον ψηφιακό μετασχηματισμό των οικονομιών σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Ο ρυθμός υιοθέτησης της τεχνολογίας αναμένεται να διατηρηθεί αμείωτος και ενδεχομένως να επιταχυνθεί σε ορισμένους κλάδους, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των υφιστάμενων θέσεων εργασίας να αλλάξει σημαντικά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται, υπό την έννοια ότι μπορεί να αυτοματοποιηθεί μέρος των καθηκόντων τους, ή να προκύψουν νέα ("The Future of Jobs Report 2020", World Economic Forum, Οκτώβριος 2020). Η εξέλιξη της τεχνολογίας αναμένεται να οδηγήσει και στη δημιουργία νέων αντικειμένων εργασίας που σχετίζονται, πρωτίστως, με την τεχνολογία
Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις καλούνται να υιοθετήσουν πολιτικές επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού, με σκοπό την απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιταχυνόμενη εξάρτηση από την ψηφιοποίηση καθιστά τις οικονομίες πιο ευάλωτες σε κυβερνοεπιθέσεις και, συνεπώς, η κυβερνοασφάλεια αποτελεί ύψιστης σημασίας προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, αρκετές από τις αναμενόμενες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, το 2022, θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη χώρα μας. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, οι πολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκές χώρες. Τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο, διεξάγονται οι προεδρικές εκλογές στην Ιταλία και την Γαλλία, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογικών αναμετρήσεων, σε συνδυασμό με τον πολιτικό βηματισμό που θα αποκτήσει ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός στην Γερμανία, θα διαμορφώσουν τις τάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί μίας σειράς σημαντικών ζητημάτων. Αναφέρεται, χαρακτηριστικά, η ανάγκη αναθεώρησης των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων, η διαβούλευση για τους οποίους έχει ήδη εκκινήσει, καθώς η παρούσα μορφή τους θεωρείται παρωχημένη, έναντι των νέων συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί, ιδιαίτερα με την πανδημία. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι για χώρες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων πρέπει να είναι συμβατή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χρέους της κάθε χώρας.
Δεύτερον, η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας, που συνδέεται μεταξύ άλλων με την κρίση ρευστότητας του κατασκευαστικού ομίλου Evergrande, έχει συμπαρασύρει σε γενική κρίση την κινεζική αγορά ακινήτων. Επιπλέον, οι ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος, που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους μήνες, οι οποίες επιβράδυναν τη βιομηχανική παραγωγή, υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Κίνας.
Τρίτον, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των ΗΠΑ και της Κίνας, σε διάφορα πεδία (εμπορικό, τεχνολογικό), ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των πολιτικών προστατευτισμού (π.χ. αύξηση δασμών), επηρεάζοντας αρνητικά τη λειτουργία του ελεύθερου εμπορίου και της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως. Οι σχέσεις των δύο κρατών θα μπορούσαν να επιδεινωθούν ραγδαία, σε ενδεχόμενη όξυνση των εντάσεων μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν. Παράλληλα, εστίες γεωπολιτικών αναταραχών υπάρχουν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, η όξυνση των οποίων θα μπορούσε να έχει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, λόγω της έντονης αλληλεπίδρασης των οικονομιών. Για παράδειγμα, η κλιμάκωση των ήδη τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς την τροφοδοσία των εξαρτώμενων από το ρωσικό φυσικό αέριο ευρωπαϊκών κρατών. Η εξέλιξη αυτή δύναται να οδηγήσει σε αύξηση των -ήδη υψηλών- τιμών του φυσικού αερίου, τροφοδοτώντας περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη.
Τέταρτον, η εξέλιξη του ενεργειακού προβλήματος το 2022 και η έντασή του μπορεί να επιβραδύνουν ή να επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση, δηλαδή τη στροφή της παραγωγής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το 2022, θα είναι άλλη μία χρονιά που η επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει οδηγήσει στην εμφάνιση, όλο και συχνότερα, ακραίων καιρικών φαινομένων (ξηρασία, πυρκαγιές) με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Το 2020, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, παγκοσμίως, μειώθηκαν μόλις κατά 5,8%, παρά τα εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις των κρατών, για μεγάλο διάστημα του έτους (ΙΕΑ, Global Energy Review 2021). Ως εκ τούτου, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η επιτάχυνση της υιοθέτησης πολιτικών, φιλικότερων προς το περιβάλλον, παρά το υψηλό κόστος μετάβασης που θα απαιτηθεί. Πιθανότατα, η επιτάχυνση του βηματισμού μας, την περασμένη δεκαετία, προς αυτήν την κατεύθυνση θα είχε οδηγήσει στην αποφυγή της επιβάρυνσης του καταναλωτή από τις καταστροφές, εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η συνεργασία μεταξύ των κρατών, καθώς η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο χρήζει συλλογικής αντιμετώπισης.
Τέλος, στις λιγότερο ανεπτυγμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού θα συντείνουν στην υστέρηση της οικονομικής τους ανάκαμψης έναντι των ανεπτυγμένων χωρών. Συνεπώς, η επιτάχυνση της εμβολιαστικής κάλυψης στον αναπτυσσόμενο κόσμο αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, ώστε να αποφευχθεί η διεύρυνση των οικονομικών αποκλίσεων μεταξύ πλούσιων και φτωχών οικονομικών περιφερειών, εξέλιξη που θα επέτεινε τις γεωπολιτικές εντάσεις και θα δυσχέραινε το διεθνές εμπόριο.