Οι ΗΠΑ εφηύραν τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες τη δεκαετία του 1890. Πρόκειται για νόμους που σχεδιάστηκαν, ώστε να αποτρέπουν τις μεγάλες κοινοπραξίες από το να συνθλίβουν τον ανταγωνισμό τους, αλλά και να φορτώνουν τους καταναλωτές με αυξημένες τιμές προϊόντων εξαιτίας της ανοδικής πορείας του πληθωρισμού, σχολιάζει το POLITICO.
Ωστόσο, η πραγματικότητα της επιβολής αντιμονοπωλιακών κανόνων στις ΗΠΑ εξελίχθηκε πολύ κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια και ο σύγχρονος κόσμος του μονοπωλίου είναι κατά πολύ διαφορετικός από τα όσα διδάχθηκαν ολόκληρες γενεές Αμερικανών σχετικά με τη συγκέντρωση του πλούτου.
Οι μεγάλες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας όπως η Google, το Facebook, η Apple αλλά και η Amazon ελέγχουν πλέον σημαντικά μερίδια της αγοράς, επιτρέποντας στους ανταγωνιστές τους να πασχίζουν μόνο για ένα μικρό μερίδιο της αγοραστικής πίτας.
Για τους καταναλωτές, το τίμημα είναι συχνά μηδενικό, εκτός από τις συνέπειες που παραμένουν κρυμμένες, όπως η έλλειψη εναλλακτικών επιλογών ή τα ζητήματα της ιδιωτικότητας.
Τώρα, μία νέα γενιά αντιμονοπωλιακών ακτιβιστών υποστηρίζει ότι είναι καιρός οι κανόνες να ξαναγραφούν, ενώ μερικοί από αυτούς αμφισβητούν τα συνολικά δεδομένα για τη λειτουργία της αγοράς αλλά και των μονοπωλίων.
Σε αντίθεση με όσα αναφέρονται σε καυτά ζητήματα πολιτικής στην Ουάσινγκτον, η αντιμονοπωλιακή συζήτηση δεν αναλύεται σε κομματικές ή ιδεολογικές γραμμές.
Στους υποστηρικτές της δραστικής αλλαγής έχουν ενταχθεί προοδευτικοί Δημοκρατικοί, όπως η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν από τη Μασαχουσέτη, αλλά και η Επίτροπος Ομοσπονδιακού Εμπορίου των ΗΠΑ Λίνα Καν, καθώς επίσης και συντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι, όπως ο γερουσιαστής Τζος Χόλεϊ από το Μιζούρι και ο βουλευτής από το Κολοράντο Κεν Μπακ. Όλοι τους βρίσκονται αντιμέτωποι με αντιδράσεις εντός του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Πηγή: POLITICO