Ρευστό αναμένεται και το 2022 σε ό,τι αφορά την αγορά ενέργειας επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές ανά τον κόσμο, αναδεικνύοντας το συγκεκριμένο ζήτημα σε ένα από τα πιο σημαντικά, τουλάχιστον για τους επόμενους έξι μήνες, παγκοσμίως.
Ως εκ τούτου, τόσο το φυσικό αέριο, όσο και η ηλεκτρική ενέργεια θα έχουν μεταβαλλόμενες προς τα πάνω τιμές και το 2022 με την εκτιμήσεις για πιθανή μείωση, αν και όχι σε προ κρίσης επίπεδα, να έρχεται από το φθινόπωρο και αργότερα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του οίκου αξιολόγησης S&P, οι ασταθείς και υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, του άνθρακα και της ενέργειας θα επιμείνουν κατά τη διάρκεια του 2022, κάτι το οποίο προβλέπεται να έχει άμεση επίδραση στη δραστηριοποίηση των βιομηχανιών και των επιχειρήσεων.
Το φαινόμενο, εξάλλου, παραμένει ενεργό και με καθημερινή επίδραση και στην ελληνική οικονομία. Φορείς από διάφορους κλάδους, όπως η βιομηχανία, η μεταποίηση, η εστίαση, η ενέργεια, αλλά και ο αγροτοδιατροφικός τομέας μιλούν στο BusinessNews.gr και συγκλίνουν στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα συνεχίζει να αλλάζει τις ισορροπίες στην οικονομία για πολλούς μήνες ακόμα, ενώ το συνδέουν και με την εξέλιξη της πανδημίας.
Σύμφωνα με τον. Δημήτρη Μαθιό, Πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς (ΣΒΑΠ) και στελέχους της βιομηχανίας Μαθιός Πυρίμαχα, «για τουλάχιστον ένα εξάμηνο θα υπάρχει σίγουρα μπροστά μας η ενεργειακή κρίση, εξάλλου είναι κάτι που βλέπουμε ότι συνεχίζει και παγκόσμια, δεν αγγίζει μόνο την Ελλάδα. Παρόλαυτα, είμαστε ικανοποιημένοι, σε ό,τι αφορά τον κλάδο της βιομηχανίας έχουμε αποκαταστήσει με την πολιτεία έναν πολύ καλό διάλογο, πρόσφατα παραδόθηκε και στα αρμόδια Υπουργεία και ένα υπόμνημα που αναφέρει όλα μας τα προβλήματα και είχαμε τη διαβεβαίωση ότι θα έχουμε στήριξη για όσο διαρκεί όλο αυτό. Από την άλλη πλευρά, με την ενεργειακή κρίση να είναι πίσω μας ήδη για έξι μήνες, δεν μπορούμε να μην είμαστε ανήσυχοι για ό,τι περισσότερο φαίνεται ότι έρχεται. Έχουμε πολλές επιχειρήσεις – μέλη μας που έχουν αγανακτήσει, κάποιοι από αυτούς μάλιστα έχουν εκφράσει ότι θέλουν να σταματήσουν ακόμα και εντελώς τη δραστηριοποίησή τους άμεσα. Δεν βγαίνουν οικονομικά οι επιχειρήσεις πλέον και αυτό είναι ευνόητο, καθώς λαμβάνουν πχ λογαριασμούς φυσικού αερίου 300-400.000 ευρώ το δίμηνο. Πολλοί μάλιστα διατυπώνουν ένα παράπονο: Ότι δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός από πλευράς κυβέρνησης, αλλά είναι κάτι που αντιμετωπίζεται ως παροδικό φαινόμενο, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, δεν θα είναι. Από την πλευρά μας ως βιομηχανικός κλάδος, αναγνωρίζουμε τη διάθεση για αναχαίτιση, οι προσπάθειες που γίνονται είναι καλές. Αν η πολιτεία βοηθήσει τις επιχειρήσεις, θα είναι διπλό το κέρδος και για τους καταναλωτές».
Σύμφωνα με τον Γιώργο Ασμάτογλου, Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) και ιδιοκτήτη αλυσίδας πρατηρίων στα βόρεια προάστια της Αθήνας, η παραμονή των υψηλών τιμών στην ενέργεια και την τρέχουσα χρονιά θα δημιουργήσει αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στην οικονομία: «Πρόκειται για κάτι που θα έχει μακρά πορεία, προσωπικά δεν βλέπω να μας εγκαταλείπει ούτε το 2022. Δεν είναι παροδικό φαινόμενο και παρότι η κυβέρνηση επεσήμανε τον προηγούμενο καιρό ότι θα εκτονωθεί, αυτό δεν έγινε. Θεωρώ μάλιστα ότι δεν θα γίνει και στο άμεσο μέλλον. Οι τάσεις είναι συνεχώς ανοδικές, σύμφωνα με αυτά που βλέπουμε καθημερινά. Το πετρέλαιο κίνησης έχει επηρεάσει όλα τα καταναλωτικά αγαθά και είναι πλέον μόνιμη η αύξηση 15% και πλέον».
Κατά τον ίδιο, μάλιστα, υπάρχει περίπτωση η παρούσα κατάσταση να φέρει λουκέτα σε επιχειρήσεις: «Αν κάποιος δεν μπορεί να προμηθευτεί το πετρέλαιο που πρέπει, αρχίζει και χωλαίνει η δραστηριοποίηση, θα αναγκαστεί, εκ των πραγμάτων, να κλείσει. Οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες. Αν σταματήσουν λόγω βιωσιμότητας, επιχειρήσεις να λειτουργούν, θα έχουμε άλλα φαινόμενα, όπως στρατιές ανέργων. Τότε είναι που θα ξεκινήσει επί της ουσίας η μεγάλη ύφεση, θα πάμε σε κλειστά πρατήρια και θα δούμε και άλλες παραμέτρους που θα επιδράσουν αρνητικά στο γενικότερο τοπίο της οικονομίας».
Για τα επιπλέον προβλήματα που δημιουργούνται στον τζίρο των επιχειρήσεων εξαιτίας της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης μιλά ο Ελεύθεριος Κούρταλης, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Ελληνικής Κλωστουφαντουργίας (ΣΒΕΚ) και ιδιοκτήτης της εταιρείας Iωροζάν: «Βλέπω ότι η οικονομική κατάσταση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα είναι δύσκολη και το 2022, κυρίως λόγω του κόστους στην ενέργεια. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε, εξάλλου, το γεγονός ότι λόγω της ακρίβειας δεν υπάρχει μεγάλος τζίρος στα καταστήματα και στην αγορά, κάτι το οποίο δημιουργεί έναν επιπλέον πονοκέφαλο στην οικονομία».
Κατά τον ίδιο, το 2021 ήταν μια καλή χρονιά για την κλωστουφαντουργία, παρά την άνοδο στα κόστη, όμως αν συνεχίσει η ίδια κατάσταση και το 2022 θα υπάρξουν συνέπειες: «Απλά δεν θα έχει ο κόσμος να ξοδέψει, γιατί θα έχει δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα στα απαραίτητα όπως η βενζίνη και η θέρμανση. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για την οικονομία του 2022. Προβλέπω συνέχιση της μεγάλης ακρίβειας και παρότι οι μισθοί είναι πολύ μικροί, θα είναι ακόμα είναι μεγαλύτερες οι αυξήσεις στα προϊόντα, ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης».
Για το ενεργειακό κόστος που πλέον ξεπερνά το κόστος των ενοικίων για τις επιχειρήσεις της εστίασης, κάτι που μπορεί να φέρει πρόωρα λουκέτα, ακόμα και σε εμβληματικές επιχειρήσεις του κλάδου μιλά ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ και της ΠΟΕΣΕ Γιώργος Καββαθάς: «Είναι σίγουρο ότι θα μας απασχολήσει η ενεργειακή κρίση και για το πρώτο εξάμηνο του 2022, καθώς εξελίσσεται σε θέμα γενικότερης επανόδου της παγκόσμιας οικονομίας και των εξελίξεων που συνδέονται με την πανδημία. Υπάρχουν όμως και τρόποι να κάνουμε τις επιδράσεις της πιο ήπιες: Θα μπορούσαμε να μειώσουμε τους ειδικούς φόρους της κατανάλωσης στα καύσιμα, για να δοθεί έτσι μια ανάσα στις επιχειρήσεις και επειδή υπάρχει τάση ανατιμήσεων σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης, θα πρέπει να δούμε το ΦΠΑ στα καταναλωτικά αγαθά, αυτό που λέμε «το καλάθι της νοικοκυράς». Τα νοικοκυριά χτυπιούνται και από την πλευρά της ενέργειας και στο κόστος διαβίωσης, και με αυτό τον τρόπο χάνεται κάθε δυνατότητα για κατανάλωση, πέρα από τις βασικές ανάγκες».
Κατά τον ίδιο «η ενεργειακή κρίση αναπόφευκτα φέρνει και θα φέρει και λουκέτα. Υπάρχει μια τάση τους τελευταίους μήνες να αναστέλουν οριστικά τη λειτουργία τους, εμβληματικές επιχειρήσεις με χρόνια παρουσίας στο χώρο, καθώς το ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνονται είναι πλέον είναι μεγαλύτερο από το ενοίκιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναγκαστική έξοδο επιχειρήσεων από τον κλάδο. Είναι, επίσης σημαντικό να τελειώσουμε με την πανδημία, κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλή πρόβλεψη σε σχέση με την ενεργειακή κρίση αν δεν κάνει τον κύκλο της Covid 19. Όσο υπάρχουν μεταλλάξεις, δεν θα έχουμε καλή κατάσταση στην οικονομία και όσο δεν υπάρχει εμβολιασμός στις υπό ανάπτυξη περιοχές του πλανήτη, σε κάποια μέρη της Ασίας ή στην Αφρική, οι μεταλλάξεις είναι προ των πυλών, καθώς η διάδοση πλέον είναι πανεύκολη».
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ) Παύλος Σατολιάς επισημαίνει ότι και στον αγροτοδιατροφικό τομέα, τα κόστη από την ενεργειακή κρίση είναι δυσβάσταχτα και ότι η κατάσταση δεν θα είναι αναστρέψιμη τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες: «Δεν μπορεί να παραχθεί κανένα τρόφιμο ή προϊόν του πρωτογενούς τομέα χωρίς ενέργεια, οπότε ήδη τον δικό μας κλάδο η ενεργειακή κρίση τον έχει πλήξει εδώ και αρκετούς μήνες. Ήδη από τον προηγούμενο Οκτώβριο ζήσαμε πρωτόγνωρες αυξήσεις σε βενζίνες, πετρέλαιο κλπ που δίχως αυτά δεν μπορούμε να κινηθούμε και να δουλέψουμε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αυξήσεις και στα δικά μας προϊόντα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου, αυτό το φαινόμενο που έχει άμεση σχέση και με την πανδημία, δεν θα μας εγκαταλείψει τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι και από εκεί και πέρα, βλέπουμε».
Ο κ. Σατολιάς, ο οποίος διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες κτηνοτροφικές μονάδες στην Αρκαδία και βιώνει καθημερινά το φαινόμενο, το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για μια μόνιμη κατάσταση: «Το ζήτημα είναι ότι και να ανακοπεί η φόρα των τιμών προς τα πάνω τους επόμενους μήνες, γιατί δύσκολα αυτές οι αυξήσεις θα μειωθούν στο μέλλον. Γιαυτό χρειάζεται, έστω και τώρα, από μέρους της πολιτείας συγκεκριμένα μέτρα που να συνδέονται με τη φορολογία και μάλιστα άμεσα».