O διοικητής της ΤτΕ με δηλώσεις του στο Reuters ζητά τη συνέχιση του προγράμματος αγοράς ομολόγων έως τέλη του 2022, χωρίς ημερομηνία λήξης, καθώς εκφράζει την ανησυχία του από τις εξελίξεις στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή. Υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (QE) θα πρέπει συνεχιστεί έως τα τέλη του 2022 και χωρίς ημερομηνία λήξης ώστε να αμβλύνει τις επιπτώσεις από οποιαδήποτε σύγκρουση.
Ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι είναι ένας από αυτούς που είναι υπέρ των χαμηλών επιτοκίων και η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα για οποιαδήποτε αύξηση επιτοκίων.
Σημειώνεται ότι οι επενδυτές αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου, ανοίγοντας τον δρόμο για την αύξηση των επιτοκίων μέχρι το τέλος του έτους.
Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι ο πρώτος αξιωματούχος της ΕΚΤ που τοποθετείται με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία για τους φόβους που προκαλεί η ρωσική εισβολή, επηρεάζοντας τα σχέδια της κεντρικής τράπεζας να σταματήσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων της και να αυξήσει τα επιτόκια για να περιορίσει τον υψηλό πληθωρισμό.
Αβέβαιες τώρα οι προοπτικές
«Κρίνοντας την κατάσταση από τη σημερινή σκοπιά, θα προτιμούσα τη συνέχιση του APP τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, πέραν του Σεπτεμβρίου, παρά να φέρουμε το τέλος πιο κοντά» υπογράμμισε και συμπλήρωσε «δεν θα ήμουν υπέρ της ανακοίνωσης του τέλους του APP τον Μάρτιο», γιατί «οι οικονομικές προοπτικές είναι πλέον πολύ πιο αβέβαιες».
Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αλλά και δεδομένης της εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία για την προμήθεια φυσικού αερίου, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η κρίση είναι βέβαιο ότι θα συμπιέσει τις τιμές «μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα» μετά από μια αρχική άνοδο.
«Κατά την άποψή μου θα έχει βραχυπρόθεσμα πληθωριστικό αποτέλεσμα - δηλαδή οι τιμές θα αυξηθούν λόγω του υψηλότερου ενεργειακού κόστους», δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ και «αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πιστεύω ότι οι συνέπειες θα είναι αποπληθωριστικές μέσω των δυσμενών εμπορικών επιπτώσεων και φυσικά μέσω της αύξησης των τιμών της ενέργειας».