Σε μια αλυσίδα προβλημάτων που αναμένεται να επηρεάσει εκ νέου και τις τιμές της διατροφικής αλυσίδας προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, αλλά και να δημιουργήσει και ελλείψεις τους, σε κάποιες περιπτώσεις, φαίνεται πως οδηγεί η αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται σε όλες τις καλλιέργειες στην ελληνική επικράτεια.
Φορείς του πρωτογενούς τομέα, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η ακρίβεια και οι ελλείψεις που πιθανόν να δημιουργηθούν θα ενθαρρύνουν ακόμα περισσότερο τις εισαγωγές φρούτων και οπωροκηπευτικών από τρίτες χώρες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των συναλλαγών με τους εγχώριους παραγωγούς.
Συνδεδεμένα άρρηκτα με το φυσικό αέριο, καθώς αποτελεί το βασικό του συστατικό, το ράλι αυξήσεων, ειδικά στα αζωτούχα λιπάσματα έχει ξεκινήσει, ήδη, από το περασμένο φθινόπωρο, οπότε και κάθε μήνα, σύμφωνα με τους παραγωγούς, έπαιρνε στην αρχική του τιμή ένα ποσοστό 5-7% παραπάνω.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τον Μάρτιο του 2022, από 30-35 λεπτά το κιλό που πωλούνταν κατά μέσο όρο το πιο κοινό λίπασμα, η αμμωνία, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι, να πωλείται πλέον 1 ευρώ, βγάζοντας εκτός προϋπολογισμού τους έλληνες παραγωγούς, που έχουν να αντιμετωπίσουν, ήδη, και το μεγάλο ζήτημα της ανόδου του κόστους της ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, στην παρούσα φάση, το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι η Ρωσία, η οποία συνιστά τον μεγαλύτερο εξαγωγέα συνθετικών λιπασμάτων στον κόσμο, καθώς προμηθεύει περισσότερο από το ένα πέμπτο της ουρίας, το οποίο είναι ένα βασικό λίπασμα που χρησιμοποιείται στην πλειονότητα των καλλιεργειών, βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το ζήτημα δημιουργείται, καθώς η χώρα έχει θέσει περιορισμούς στις εξαγωγές που κάνει από εδώ και στο εξής, ενώ και οι όποιες προμήθειες βαίνουν, επίσης, μειούμενες από τα πλοία που πλέον προσπαθούν να αποφεύγουν τα ρωσικά λιμάνια.
Αναζητούνται λύσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό, με τους Υπουργούς Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήδη από τις αρχές του χρόνου να εκφράζουν την ανάγκη επίλυσής του.
Μάλιστα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ουρία παρουσιάζει αύξηση κατά 245% και τα φωσφορικά κατά 111% σε σχέση με πέρυσι. Παρότι, δε, υπήρξε μια μικρή μείωση το Δεκέμβριο του 2021, η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία μέσα στον Φεβρουάριο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει εκ νέου η ανοδική τους πορεία.
Σύμφωνα με πληροφορίες του BusinessNews, για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρχε συζήτηση στο Υπουργείο Γεωργίας, ήδη από τον πρώην Υπουργό Σπήλιο Λιβανό, από τις αρχές της χρονιάς και μελετώνταν τρόποι επιδότησης, με στόχο οι αγρότες να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος αγοράς των λιπασμάτων.
Η ανάγκη αυτή επισπεύθηκε ακόμα περισσότερο με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία με αποτέλεσμα, ο νυν Υπουργός Γιώργος Γεωργαντάς να δεσμεύεται πρόσφατα για μείωση του ΦΠΑ στα λιπάσματα από 13% στο 6%, κάτι το οποίο συνιστά τελική παρέμβαση ύψους 20 εκατ. ευρώ.
Προς το παρόν, όμως, οι βιομηχανίες λιπασμάτων, οι οποίες προμηθεύουν τους παραγωγούς δεν έχουν πληροφορηθεί επίσημα και θεσμικά για κάποια μείωση και οι τιμές παραμένουν στα ίδια και αυξημένα επίπεδα.
Την στιγμή, όμως που συμβαίνουν όλα αυτά, οι παραγωγοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για συσσωρευμένα κόστη μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, τα οποία θα αποτελέσουν ένα ακόμα πλήγμα στον αγροτοδιατροφικό τομέα, μετά τα υψηλά κόστη της ενέργειας.
Μάλιστα, όπως τονίζουν οι ίδιοι το τριπλό πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί άμεσα από την πολιτεία είναι το τρίπτυχο «ενέργεια – πετρέλαιο – λίπασμα».
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο Παύλος Σατολιάς, Πρόεδρος της Νέας ΠΑΣΕΓΕΣ που συσπειρώνει τους αγροτικούς συνεταιρισμούς από όλη την Ελλάδα «πρόκειται για ένα πρόβλημα μη διαχειρίσιμο αυτό της αύξησης των τιμών των λιπασμάτων. Παρότι προσπαθούσαμε να απορροφήσουμε την άνοδο στα κόστη τους, δεν είναι κάτι που μπορεί πλέον να γίνει. Τώρα, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία και των δυσκολιών στις εξαγωγές από τη Ρωσία, η κατάσταση έχει ξεφύγει. Το γεγονός, επίσης, ότι δεν έχουμε κάτι χειροπιαστό από το Υπουργείο Γεωργίας σε σχέση με κάποια επιδότηση ή μείωση ΦΠΑ που είχε ακουστεί, επιτείνει ακόμα περισσότερο το φαινόμενο και λειτουργεί και αρνητικά ανάμεσα στους συναδέλφους».
Παρόλαυτα, επισημαίνει ότι στην αγορά υπάρχει προς το παρόν διαθέσιμο προϊόν, αν και είναι αμφίβολο αν θα συνεχιστεί η διαθεσιμότητα και τους επόμενους μήνες, αν εξακολουθήσει η εμπόλεμη κατάσταση.
Η αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων, κατά τον ίδιο, είναι το τελικό χτύπημα σε έναν κυκεώνα ανόδου στα κόστη που αφορούν τη γεωργική καλλιέργεια τους τελευταίους μήνες, με αποτέλεσμα αρκετοί παραγωγοί να σκέπτονται είτε να μειώσουν τα στρέμματα που θα σπείρουν, είτε να μην προχωρήσουν καθόλου σε σπορά: «Υπάρχει αρκετός κόσμος ανάμεσα στους παραγωγούς σε όλη την Ελλάδα που δεν θα μπορεί να παράξει προϊόν, γιατί δεν θα μπορεί, αφ’ ενός να πληρώσει ρεύμα και πετρέλαιο και αφετέρου γιατί δεν μπορεί να προμηθευθεί όσο λίπασμα του χρειάζεται. Υπάρχει άρνηση ανάμεσα στους παραγωγούς πια, δεν θέλουν να ρισκάρουν για κάτι που δεν ξέρουν τελικά αν θα πάρουν τα χρήματα που ξόδεψαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας γνωστός παραγωγός πατάτας στην Πελοπόννησο που ενώ πέρυσι είχε 500 τόνους προϊόντος, φέτος δεν θα βάλει καθόλου σπόρο, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζει αν θα μπορεί να ανταπεξέλθει στα συσσωρευμένα έξοδα».
Αυτή η αλυσίδα αυξημένων τιμών, κατά τον κ. Σατολιά, θα φανεί σύντομα και στα κόστη των προϊόντων στις λαϊκές αγορές: «Μέχρι τώρα είδαμε αυξήσεις της τάξης του 10%, όλοι προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε όσο μπορούσαμε τις τιμές, τώρα πολύ φοβάμαι ότι θα δούμε πάλι άνοδο στις τελικές τιμές καταναλωτή, αν όχι ελλείψεις σε βασικά αγροτικά προϊόντα».
Την ανάγκη δραστικών παρεμβάσεων από την πλευρά της πολιτείας θέτει ως κύριο στόχο για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και ο Πρόεδρος των Αγροτικών Συνεταιρισμών Φλώρινας, Δημήτρη Κωστίτση, ο οποίος δηλώνει ότι τα οικονομικά μέτρα της ΕΕ κατά της Ρωσίας, έχουν δημιουργήσει πρόβλημα στις εταιρείες παραγωγής λιπασμάτων της χώρας, με αφορμή τις μειωμένες ροές προϊόντος.
Την ίδια στιγμή, όπως προσθέτει, το γεγονός ότι παραμένουν κλειστά τα λιμάνια σε Ουκρανία και Ρωσία, έχει ως συνέπεια να έχουν διακοπεί σε μεγάλο βαθμό οι εξαγωγές και να έχουν επηρεαστεί περαιτέρω οι τιμές των λιπασμάτων. «Δεν είναι νέο αυτό που συμβαίνει και το βλέπουμε ήδη από τις αρχές του 2021. Η ουκρανική κρίση, ωστόσο, έφερε κυριολεκτικά νέα αναστάτωση και φόβο για έλλειψη υλικών που είναι βασικά για την συνέχιση της παραγωγής. Προς το παρόν, όμως, ο κίνδυνος δεν είναι για τη μείωση της ροής, όσο για τις αυξήσεις που έχουν προκληθεί λόγω αυτού του γεγονότος και τις οποίες δύσκολα οι παραγωγοί θα μπορούν να πληρώσουν».