Σε αντίθεση με την προς τα κάτω αναθεώρηση της εκτίμησης για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (και άλλων οικονομιών) το τρέχον έτος από την EBRD λόγω του ουκρανικού και της ενεργειακής κρίσης, οι αναλυτές της ιταλικής τράπεζας UniCredit προχώρησαν σε προς τα πάνω αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά η ελληνική οικονομία θα τρέξει με ρυθμό 4,3% από 3,9% που ήταν η προηγούμενη προβλεψη ενώ για το 2023 τοποθετεί τον πήχη της ανάπτυξης στο 3,5%. Αποτελεί, βέβαια απορία το ότι αναβάθμισε την ελληνική οικονομία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης και με αρκετές αβεβαιότητες. Βέβαια αναφέρει πως υπάρχει υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας που σχετίζεται με την κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εισαγόμενων πρώτων υλών. Συγκεκριμένα αναφέρει πως οι τιμές παραγωγού αυξήθηκαν 32% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο, το υψηλότερο επίπεδο από το 2001, ενώ ο πληθωρισμός καταναλωτή έφτασε στο 7,2% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο, επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί από το 1996, σημειώνει η ιταλική τράπεζα.
Πρόσφατες έρευνες για τις επιχειρήσεις υποδηλώνουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ, αν και επιβραδύνθηκε, ενδέχεται να παρέμεινε ελαφρώς θετική το α’ τρίμηνο του 2022. Η επιβράδυνση πιθανότατα οφείλεται στη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω των αντίξοων συνθηκώμν πρώτον, από την απότομη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων κορωνοϊού και, δεύτερον, από την έντονη αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων, που επιβαρύνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η κυβέρνηση, αναφέρει η Unicredit, προσπαθεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενη την υπεραπόδοση των εσόδων του προϋπολογισμού και τα έσοδα από πλειστηριασμούς πιστώσεων άνθρακα.
Όμως, αυτές οι πηγές φέρεται να εξαντλήθηκαν σχεδόν πλήρως για να αποπληρωθούν οι επιδοτήσεις του Μαρτίου και είναι απίθανο η κυβέρνηση να μπορέσει να χρηματοδοτήσει νέα μέτρα στήριξης χωρίς να καταφύγει σε επιλογές που θα αυξήσουν το πρωτογενές έλλειμμα – μια κίνηση που θα απαιτούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έγκριση.
Δεδομένων των αντίξοων συνηθκών, η κυβέρνηση υποστηρίζει σθεναρά την ιδέα ότι η ΕΕ πρέπει να μοιραστεί το κόστος των συνεπειών της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με το σκεπτικό ότι επηρεάζονται δυσανάλογα τα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών.
Αυτή η πρόταση θεωρήθηκε «πρόωρη» από τους ηγέτες της ΕΕ, που συγκεντρώθηκαν στις Βερσαλλίες νωρίτερα αυτόν τον μήνα, αλλά θα μπορούσε να κερδίσει περισσότερη υποστήριξη εάν η κρίση συνεχιστεί.
Σύμφωνα με μηνιαία στοιχεία, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση) μειώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο το 2021 (στο 4,3% του ΑΕΠ μετά από 7,3% το 2020), χάρη στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων λόγω της υψηλότερης του αναμενομένου αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό είναι πιθανό να οδήγησε σε μείωση του συνολικού ελλείμματος (σύμφωνα με τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας) σε περίπου 7,0% του ΑΕΠ το 2021.
Υπενθυμίζεται πως Στις 18 Μαρτίου, η DBRS αναβάθμισε την οικονομία της χώρας από BB σε BB (high), με σταθερό το Outlook, δηλαδή ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Στη συνέχεια η DBRS «έκοψε» ένα ποσοστό από την ανάπτυξη του 2022 και το μετέθεσε στο 2023.