Τα διλλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρχές της ευρωζώνης έθεσε ο πρόεδρος της Eurobank, Γιώργος Ζανιάς σε ομιλια του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Ακολουθεί η τοποθέτησή του
Την τελευταία μιάμιση σχεδόν δεκαετία η κατάσταση κρίσης τείνει να εξελιχθεί σε κανονικότητα. Οι δύο πρώτες (διεθνής χρηματοπιστωτική και η κρίση χρέους) έχουν περισσότερο ενδογενή χαρακτηριστικά ενώ οι δύο τελευταίες (υγειονομική και γεωπολιτική) μπορούν να θεωρηθούν κυρίως ως εξωγενείς για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Όπως συνήθως συμβαίνει στις κρίσεις, ο ρόλος του κράτους αυξάνεται, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και ο ρόλος των νομισματικών αρχών. Οι τελευταίες, στην περίπτωση της Ευρωζώνης, φαίνεται πως ωρίμασαν μέσα από τις απανωτές κρίσεις και, ιδιαίτερα στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης, έδρασαν με μεγάλη «δύναμη πυρός» αλλά και αποτελεσματικά. Αυτός ο ενισχυμένος ρόλος βοηθήθηκε από την συμμετρικότητα της κρίσης, δηλαδή αφορούσε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ δεν υπήρχε και θέμα ηθικού κινδύνου.
Οι τελευταίες όμως εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην ενεργειακή κρίση θέτουν τις νομισματικές αρχές ενώπιον διλλημάτων καθώς από τη μια πρέπει να υπάρξει κάποιος περιορισμός της νομισματικής επέκτασης ενώ, από την άλλη, πρέπει ν’ αποφευχθεί μια νέα κρίση χρέους καθώς η εγκατάλειψη της ποσοτικής χαλάρωσης και η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους δανεισμού των κρατών. Το δίλλημα των νομισματικών αρχών ενισχύεται και από το γεγονός πως είναι τέτοιο το μείγμα των αιτίων του σημερινού πληθωρισμού, δηλαδή δεν οφείλεται σε υπερθέρμανση της οικονομίας αλλά σε σοκ από την πλευρά της προσφοράς, που η αποτελεσματικότητα των μέτρων νομισματικής πολιτικής μπορεί να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι λόγοι παρέμβασης βέβαια αυξάνονται αν επηρεαστούν σημαντικά οι πληθωριστικές προσδοκίες και αρχίσει να δημιουργείται το γνωστό από το παρελθόν σπιράλ πληθωρισμού-μισθών, το οποίο ακόμη δεν έχει ενεργοποιηθεί σε ανησυχητικό βαθμό.
Επειδή όμως ο τρέχων πληθωρισμός και ιδιαίτερα το ενεργειακό κόστος επηρεάζει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, κάποιο ρόλο καλείται να διαδραματίσει και εδώ η δημοσιονομική πολιτική για να μετριαστεί η πτώση των πραγματικών εισοδημάτων, ν’ αποφευχθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα και τα χειρότερα στην οικονομία. Τα περιθώρια όμως και σε αυτή την περίπτωση έχουν περιοριστεί λόγω της δημοσιονομικής γενναιοδωρίας που υπήρξε στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, και περιέσωσε βέβαια τη χώρα από τα χειρότερα, αλλά και λόγω του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους στην περίπτωση της χώρας μας. Γι’ αυτό, οι οποιεσδήποτε δημοσιονομικές παροχές πρέπει να είναι στοχευμένες εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Επίσης, η επάνοδος στη δημοσιονομική πειθαρχία στην περίπτωση της χώρας μας χρειάζεται και για δυο επιπλέον λόγους: πρώτον, πρέπει να είμαστε σε επενδυτική βαθμίδα όταν σταματήσουν τα «δεκανίκια» της ΕΚΤ, και δεύτερον γιατί πρέπει να σταματήσει η επάνοδος στη νοοτροπία να περιμένουμε γενναιόδωρες παροχές από το κράτος, που είχε στο πρόσφατο παρελθόν τα γνωστά αποτελέσματα
Είναι θετικό πάντως πως τα περισσότερα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι one-offs και δεν επιβαρύνουν σε σημαντικό βαθμό μελλοντικούς προϋπολογισμούς.