Προειδοποίηση για τα δάνεια που ναι μεν ρυθμίζονται αλλά στη συνέχεια γίνονται πάλι μη εξυπηρετούμενα, στέλνει μέσω της Έκθεσης της Τράπεζας (ΤτΕ) της Ελλάδος (δημοσιοποιήθηκε στη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ την Πέμπτη) ο διοικητής Γ. Στουρνάρας. Και αυτό λόγω του υψηλού πληθωρισμού και των εξελίξεων στην Ουκρανία.
«Οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και η ραγδαία επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν δυσμενώς τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών», αναφέρεται στην Έκθεση.
Σήμερα σε καθεστώς ρύθμισης βρίσκονται δάνεια 15,3 δις ευρώ ενώ άλλα 9 δισ ευρώ είναι ενταγμένα σε κάποιο καθεστώς κρατικής στήριξης.
Αν και το ποσοστό των προβληματικών δανείων υποχώρησε στο 12,8% των δανείων ή στα 18,4 δισεκ ευρώ στο τέλος του 2021, παραμένει υψηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ που είναι 2,1%. Περίπου το 39% του συνόλου των Μη Εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε καθεστώς ρύθμισης αλλά αρκετά ρυθμισμένα δάνεια δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Σύμφωνα με την Έκθεση είναι περίπου ισόποση η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay) και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.
Σε αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την ομιλία του διοικητή Γιάννη Στουρνάρα στη διάρκεια της 89η Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ράπεζας, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 7 Απριλίου 2022.
Πέφτει ο πήχης της ανάπτυξης
Σύμφωνα πάντως με την Έκθεση η έξαρση της αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού και του του πολέμου στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους. Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2022 να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη (4,8%). Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.