Σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο BB+ προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης S&P Ratings τοποθετώντας τη χώρα ένα βήμα πριν την επενδυτική βαθμίδα. Ο ίκος έθεσε παράλληλα σταθερές προοπτικές.
Η αναβάθμιση αντανακλά την προσδοκία του οίκου για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ασκούμενων πολιτικών στην Ελλάδα. Ως προς τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες υπό το φως των σημαντικών αποθεμάτων ασφαλείας τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα.
Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν στην επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ φέτος στο 3,4% έναντι 8,3% το 2021, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο πάνω από 3% κατά την περίοδο 2023-2025, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) και άλλες μεταβιβάσεις, και μια ισχυρή περαιτέρω ανάκαμψη των κερδών από τον τουρισμό.
Από το 2020, η αποτελεσματικότητα της πολιτικής που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει ώθηση μέσω της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο ευρωζώνης και ΕΕ, αντίστοιχα. Η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές με σχετικά χαμηλό κόστος λόγω της συμπερίληψης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς (PEPP) και ως collateral στις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ. Πιο πρόσφατα, πριν από τον τερματισμό του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα πέρα από τις επαναγορές, εάν καταγράψει επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από την πανδημία.
Ταυτόχρονα, ο οίκος καταγράφει σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο σύνολο των δανείων του τραπεζικού τομέα μειώθηκε απότομα στο 12,8% το 2021, από 31% το 2020. Η S&P εκτιμά ότι θα είναι κάτω του 8% έως το τέλος του 2022. «Πιστεύουμε ότι όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα», επισημαίνει.
Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Εκτιμούμε ότι τα τρέχοντα ταμειακά αποθέματα ισοδυναμούν με το τριπλάσιο των αναγκών δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Το γεγονός, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης από την αγορά, θα βοηθήσει στην «ανοσία» των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πτωτική πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τη διάρκεια και το μέσο κόστος επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογούμε, σημειώνει ο οίκος. Όπως αναφέρει, αναμένει ότι το τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας που θα βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Η ανάπτυξη
Μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (-9%) και την πολύ ισχυρότερη ανάκαμψη από ό,τι αναμενόταν το 2021 (8,3%), η S&P εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,4% το 2022, γεγονός που συνεπάγεται επιβράδυνση της υποκείμενης ανάπτυξης λίγο κάτω από 2%, αφού ληφθεί υπόψη το carry-over που εκτιμάται σε 1,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η S&P αναφέρει παράλληλα ότι αθαθεώρησε προς τα κάτω τη φετινή πρόβλεψη ανάπτυξης (από 5% προηγουμένως) λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, που αναμένει ότι θα προκύψει κυρίως από έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως μέσω απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι οι άμεσες εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένες. Αναμένει ότι ο αντίκτυπος, με βάση τις τρέχουσες υποθέσεις, θα είναι διαχειρίσιμος και προβλέπει τα επόμενα τρία χρόνια ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, κυρίως πτωτικές, σε περίπτωση που ο πόλεμος παραταθεί, ο πόλεμος κλιμακωθεί ή τεθεί σε εφαρμογή εμπάργκο στις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, επισημαίνει η S&P.
Η δυναμική ανάκαμψη της Ελλάδας το 2021 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών. Οι τελευταίες επωφελήθηκαν από μια ισχυρή ανάκαμψη στον τουρισμό και την ανάκαμψη στον τομέα των μεταφορών και των εξαγωγών αγαθών. Μετά από πτώση 0,3% το 2020 λόγω της πανδημίας, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε απότομα κατά σχεδόν 20% το 2021, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων σε μηχανήματα και εξοπλισμό. Αυτό, μαζί με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την αύξηση των τιμών της ενέργειας το δεύτερο εξάμηνο του έτους, εξηγεί την αξιοσημείωτη αύξηση των εισαγωγών.
Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εισροές της Ελλάδας έφθασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ. H S&P δεν προβλέπει την επιστροφή των εσόδων από τον τουρισμό σε αυτά τα υψηλά επίπεδα μέχρι το 2023-2024. Ωστόσο, τα κέρδη στον κλάδο βελτιώθηκαν σημαντικά το 2021. Για παράδειγμα, οι αφίξεις τουριστών πρακτικά διπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις υπερδιπλασιάστηκαν στα 10,7 δισ. ευρώ από 4,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο 47% και στο 59% των επιπέδων του 2019. Αυτό υποδηλώνει ότι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη του τουρισμού θα στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και θα συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτή η προσδοκία υποστηρίζεται επίσης από ενδείξεις για σημαντικές αυξήσεις των πτήσεων προς την Ελλάδα (με εξαίρεση τη Ρωσία, για την οποία υπάρχει απαγόρευση).
Ιδιωτικοποιήσεις
Η κατασκευαστική και μεταποιητική δραστηριότητα ανακάμπτει γρήγορα, με τον δείκτη PMI να έχει φτάσει σε επίπεδα αντίστοιχα με αυτά στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, οι δείκτες εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, καθώς και οι τάσεις στη βιομηχανική παραγωγή, επηρεάστηκαν από αβεβαιότητες που σχετίζονται με τη δυναμική του πληθωρισμού, ιδίως σε σχέση με τις υψηλές τιμές ενέργειας. Ενώ τα υποστηρικτικά οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, μαζί με τις ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, έχουν ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, η απότομη αύξηση του πληθωρισμού πιθανότατα θα επιβαρύνει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Ως αποτέλεσμα της απότομης αύξησης του πληθωρισμού, η S&P αναμένει ότι η ιδιωτική κατανάλωση και η επενδυτική δραστηριότητα θα επιβραδυνθούν φέτος, αν και εκτιμά ότι οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Μετά την απότομη επιβράδυνση το 2020, αρκετά έργα ιδιωτικοποιήσεων βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο (ΔΕΠΑ Υποδομών) ή έχουν προχωρήσει αρκετά (περιφερειακά λιμάνια και παραχωρήσεις Αττικής Οδού και Εγνατίας), τα οποία, εάν ολοκληρωθούν, θα συμβάλουν σε σημαντική αύξηση των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις φέτος.
Η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, συνεχίζει η S&P. Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επιχορηγήσεις 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια 12,7 δισ. ευρώ, χωρίς να ληφθούν υπόψη δάνεια που έλαβε μέσω του προγράμματος SURE για στήριξη της απασχόλησης. Το 2021, έλαβε σχεδόν 4 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ άλλα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν προγραμματιστεί για εκταμίευση το 2022.
Περισσότερο από το ένα τρίτο της κατανομής του έχει προγραμματιστεί να επενδυθεί για την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση, και το υπόλοιπο για την υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, των πολιτικών της αγοράς εργασίας, της υγειονομικής περίθαλψης και της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού σώματος. Πιστεύουμε ότι, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία και θα συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα, ειδικά στο πλαίσιο της αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, σημειώνει ο οίκος.
Το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, που ξεκίνησε με την έναρξη της πανδημίας για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνέβαλε στην απορρόφηση των οικονομικών κραδασμών που προέρχονται από την πανδημία. Υπό το πρίσμα της απόφασης να διακόψει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη Μαρτίου 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέρα από τις επανεπενδύσεις λήξεων εάν παρατηρούσε επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, εκτιμά η S&P. Η κυβέρνηση προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών και έχδει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με την S&P οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε κέρδη σε ότι αφορά την παραγωγικότητα που θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους του κράτους μεσομακροπρόθεσμα. Κατά την εκτίμηση του οίκου, τα διαθέσιμα κεφάλαια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για τέτοιες μεταρρυθμίσεις.
Τράπεζες
Σύμφωνα με την S&P η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) των τραπεζών είναι το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, καθώς θα τονώσει την πιστωτική επέκταση η οποία σε καθαρούς όρους εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Οι τράπεζες συνέχισαν τις προσπάθειές τους για μείωση του μεγάλου αποθέματος NPEs, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας. Το μερίδιο των NPEs στα συνολικά δάνεια των συστημικά σημαντικών τραπεζών μειώθηκε απότομα στο 10% το 2021 από 31% το 2020. Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί 12,7 δισεκατομμύρια ευρώ δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό επιτόκιο μέσω του τραπεζικού συστήματος, κάτι που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς πιστώσεων στην οικονομία και θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.
Μετά το τέλος του μνημονίου, θυμίζει η S&P, η Ελλάδα υπόκειται σε τριμηνιαίες αξιολογήσεις βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους. Μετά θα υπόκειται σε εποπτεία με έμφαση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και στη συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση του χρέους και η επιστροφή κερδών από ελληνικά ομόλογα που κατέχονται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (ANFA/SMP) υπόκεινται σε συνεχή συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος. Αυτά και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχουν ένα σημαντικό κίνητρο για την κυβέρνηση να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που αφορούν το εκλογικό χρονοδιάγραμμα.
Τα δημοσιονομικά
Όπως αναφέρει η S&P, η πανδημία οδήγησε μετά από πολλά έτη με πλεονάσματα πάνω από το στόχο σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020 και το 2021 (10,2% και 7,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα), αλλά το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 4,2% του ΑΕΠ το 2022.
Η ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης του δημοσιονομικού ελλείμματος (από 3,1% του ΑΕΠ προηγουμένως) ενσωματώνει την πρόβλεψή της S&P για χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για την καταστολή των πληθωριστικών πιέσεων.
Η S&P αναμένει ότι η απόσυρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία θα οδηγήσει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ μια απροσδόκητη αύξηση των κρατικών εσόδων πιθανότατα θα προσφέρει κάποιο «μαξιλάρι» έναντι μιας μεγαλύτερης δημοσιονομικής διολίσθησης σε σύγκριση με τον δημοσιονομικό στόχο της κυβέρνησης για έλλειμμα 3,7% του ΑΕΠ. Δεδομένων των έκτακτων συνθηκών που επικράτησαν πέρυσι και της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, η απαίτηση για την Ελλάδα να εκπληρώσει το πρωτογενές ισοζύγιο του 3,5% του ΑΕΠ το 2020-2022 ανεστάλη και τώρα αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεόνασμα και πάλι το 2023.
Ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2022 περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν:
Στην παροχή κινήτρων για την απασχόληση - ιδίως μεταξύ των νέων που επωφελούνται επίσης από τη στέγαση και άλλα επιδόματα.
Μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Ενίσχυση των επενδύσεων προς την πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση με την εισαγωγή φορολογικών εκπτώσεων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και
Αύξηση των δαπανών για τις ένοπλες δυνάμεις.
Λαμβάνοντας υπόψη την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η S&P αναμένει ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 184% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, πριν υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να υποχωρήσει σε περίπου 170% του ΑΕΠ το 2022 - το υψηλότερο μεταξύ όλων των κρατικών κρατών που αξιολογεί ο οίκος - από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.
Παρά τη σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου το 2020 και το 2021 σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας, τονίζει η S&P.
Επιπλέον, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αν παρατηρήσει επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, είναι κατά την άποψή της S&P κλειδί για την πρόσβαση της Ελλάδας σε χρηματοδότηση σε προσιτές τιμές.
Η S&P υπολογίζει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,3% στο τέλος του 2021. Παρά το μεγάλο χρέος της χώρας, αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη που αξιολογεί η S&P στην κατηγορία «BB». Η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια ωρίμανσης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν περίπου 20 χρόνια στο τέλος του 2021. Η S&P αναμένει ότι το στοιχεία αυτό σε συνδυασμό με τις μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων (GLF), θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού φόρτου της κυβέρνησης, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Η S&P υπογραμμίζει επίσης ότι είναι σημαντικό ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα προπλήρωσε το υπόλοιπο ποσό του δανείου της από το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση εμπορικών ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως μερίδιο των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να αυξηθεί.
H S&P τονίζει επίσης ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως ακραία περίπτωση στην ευρωζώνη. Το υψηλό ποσοστό NPEs παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η χαμηλή ποιότητα και το χαμηλό επίπεδο κεφαλαίου και οι περιορισμένες προοπτικές κερδών συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.
Η εν εξελίξει αναδιάρθρωση της Attica Bank -της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας από πλευράς ενεργητικού-είναι μια νέα περίπτωση, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης. Η καθυστερημένη εμφάνιση των τεράστιων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού της και οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η αφερεγγυότητα το 2021 προκάλεσαν τη μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, καθιστώντας το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη της μέσω κεφαλαιακής εισφοράς 245 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η S&P θεωρεί αυτό το πρόσφατο περιστατικό ως μεμονωμένο και τονίζει ότι η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική.
Όσον αφορά τα NPEs, η S&P υπογραμμίζει ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς την εκκαθάρισή τους. Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων NPEs που έχουν διατεθεί, η S&P αναμένει ότι το ποσοστό των NPEs σε όλο το σύστημα θα πέσει κάτω από το 8% μέχρι το τέλος του 2022. Ωστόσο, η S&P αναμένει ότι οι μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Όπως τονίζει, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τις λειτουργικές τους δαπάνες μέσω της συρρίκνωσης των δικτύων καταστημάτων και του αριθμού των εργαζομένων, κυρίως με τη μορφή προγραμμάτων εθελούσιας συνταξιοδότησης. Οι προμήθειες από δραστηριότητες δανεισμού επιχειρήσεων είναι πιθανό να αυξηθούν.
Προβλέπει ότι η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank πιθανότατα θα επαναφέρουν τα μερίσματα από τα κέρδη του 2022, ενώ η Alpha Bank θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα.
Στα ρίσκα περιλαμβάνονται μια μεγαλύτερη πτώση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω μεγαλύτερης συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου δανείων και της πίεσης του περιθωρίου κέρδους από το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης. Το τελευταίο οφείλεται στο τέλος των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) της ΕΚΤ.
Κατά την εκτίμηση της S&P, οι εισροές NPEs θα περιοριστούν επειδή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει δείξει ανθεκτικότητα στην πανδημία. Δεύτερον, οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του νέου πλαισίου προσωπικής πτώχευσης, βελτιώνουν την κουλτούρα των πληρωμών και τα ποσοστά ανάκτησης. Ως εκ τούτου, το κόστος κινδύνου της Eurobank και της Εθνικής έχει ομαλοποιηθεί και αναμένουμε το ίδιο για την Alpha Bankκαι την Πειραιώς μόλις οριστικοποιήσουν τις υπόλοιπες μεγάλες τιτλοποιήσεις NPEs.
Κατά την εκτίμηση της S&P, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει μικρή άμεση επίδραση στις ελληνικές τράπεζες, αν και οι υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων θα μπορούσαν να βλάψουν έμμεσα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τα έσοδα από τον τουρισμό.
Η βασική πρόκληση για την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών είναι το υψηλό ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια. Στο τέλος του 2021, οι αναβαλλόμενοι φόροι αποτελούσαν το 61%-91% των κοινών ιδίων κεφαλαίων των τεσσάρων μεγαλάλων ελληνικών τραπεζών.