«Πρώτα η ύφεση λόγω κορονοϊού το 2020, μετά η στήριξη με δισεκατομμύρια ευρώ των εταιρειών που επλήγησαν από το lockdown και τώρα ο υψηλός πληθωρισμός στις ενεργειακές τιμές. Η Ελλάδα δυσκολεύεται να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της. Οι κρίσεις επηρεάζουν τη χώρα, αλλά η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης είναι ελπιδοφόρα», γράφει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα.
Η γερμανική οικονομική εφημερίδα εξετάζει κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης αποφεύγοντας μία νέα κρίση χρέους. Η εφημερίδα κάνει λόγο για τη μάχη με τα αυξανόμενα ελλείμματα που δίνει «η χώρα της κρίσης» λόγω των απρόβλεπτων δαπανών, όπως καταδεικνύεται και στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπου το ποσοστό του ελλείμματος στο πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού για το 2021 φτάνει στο 5,9% του ΑΕΠ, ποσοστό «ανησυχητικό. Η ελληνική οικονομία έχει ήδη ανακάμψει σημαντικά από τις συνέπειες της πανδημίας του προηγούμενου έτους, αλλά η μικρή μείωση του ελλείματος σε σχέση με το 2020 και με την αύξηση του ΑΕΠ, οφείλεται στην κρατική οικονομική βοήθεια λόγω πανδημίας, καθώς ο Υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας έδωσε περίπου σε 17 δισ. ευρώ για τις εταιρείες που επλήγησαν από το lockdown και τους υπόλοιπους περιορισμούς της πανδημίας, μία βοήθεια που ανήλθε στο 9% του ΑΕΠ, γράφει η Handelsblatt .
«O προϋπολογισμός του 2022 είναι ήδη ξεπερασμένος», επισημαίνει το δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι επίκειται δαπάνη 4 δις ευρώ για το α΄ εξάμηνο του έτους προκειμένου να μετριαστεί η αύξηση των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και τη βενζίνη για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ποσό που ενδέχεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο κατά το β’ εξάμηνο, ενώ η άνοδος των τιμών στην ενέργεια αντικατοπτρίζεται και στο εμπορικό ισοζύγιο με το έλλειμμα να έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τον μήνα Φεβρουάριο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Πάνω οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων
Η γερμανική εφημερίδα αναφέρεται στις εξελίξεις που σημειώνονται στην αγορά των ομολόγων, για τις οποίες εκφράζει ανησυχία και ο κ. Σταϊκούρας, όπως επισημαίνεται, κάτι που φέρνει στην επιφάνεια τις άσχημες αναμνήσεις της έναρξης της 8ετούς οικονομικής κρίσης, όταν η χώρα με δημοσιονομικό έλλειμμα 15,4% του 2009 έχασε την πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά την άνοιξη του 2010. «Επίκειται λοιπόν νέο κραχ;», διερωτάται η εφημερίδα ,παραθέτοντας όμως την αναβάθμιση της πιστοληπτική ικανότητας της Ελλάδας σε ΒΒ+ από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's στη βάση των καλών προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας
«Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σαν στόχο να επιστρέψει η χώρα του στην πολυπόθητη βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας το επόμενο έτος», σημειώνει η Handelsblatt.
“Στην πραγματικότητα, η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική από το 2010, παρά τις αυξανόμενες αποδόσεις των ομολόγων. Η Ελλάδα έχει μακράν τον υψηλότερο δείκτη χρέους από όλες τις χώρες του ευρώ. Αλλά περίπου το 80% των υποχρεώσεων της έχει να κάνει με δημόσιους πιστωτές όπως o ESM. Μόνο το 20% περίπου του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι σε εμπορεύσιμα ομόλογα και περίπου το 1/4 αυτού του ποσού βρίσκεται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως αποτέλεσμα προγραμμάτων αγοράς ομολόγων. Το γεγονός ότι η χώρα θα μπορούσε να αναχρηματοδοτηθεί χωρίς νέες εκδόσεις για περίπου τρία χρόνια μόνο από τα αποθέματά της καθησυχάζει επίσης τους αναλυτές. Το ΔΝΤ είναι επίσης σίγουρο για την εξέλιξη του χρέους. Το ταμείο αναμένει ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023. Τα πλεονάσματα πρόκειται να αυξηθούν σταδιακά σε δύο τοις εκατό έως το 2027. Εφόσον ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδας έφτασε στο υψηλό ρεκόρ του 211,9% το 2020, το ΔΝΤ αναμένει ότι θα μειωθεί στο 185,4% φέτος. Το 2027, το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί στο 160,7%.
Η γερμανική εφημερίδα αναφέρει μάλιστα ότι ούτε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ ανησυχεί για τη φερεγγυότητα του μεγαλύτερου οφειλέτη του ESM. Ο κ. Ρέγκλινγκ μιλώντας πρόσφατα στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, χαρακτήρισε το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο, με βάση την 20ετή μέση ωριμότητά του και τα χαμηλότερα επιτόκια.