Όπως αναφέρει η διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της τράπεζας, "το 2021 ήταν έτος ταχείας ανάκαμψης για την παγκόσμια οικονομία μετά την ύφεση που προκάλεσε η πανδημική κρίση, αφού με βάση τα πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ανήλθε σε 6,1%.
Οι προοπτικές, ωστόσο, για την οικονομική μεγέθυνση στο μέλλον γίνονται ολοένα και λιγότερο ευοίωνες. Η πρόβλεψη, για παράδειγμα, του ΔΝΤ για τη δυναμική της ανάπτυξης το 2022 μετριάστηκε στην πρόσφατη έκθεση του Απριλίου 2022, σε 3,6%, δηλαδή κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, χαμηλότερα από την πρόβλεψη του Ιανουαρίου 2022, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις από τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Παράλληλα, η εξασθένιση των προοπτικών για την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση σχετίζεται και με την εμφάνιση νέων κινδύνων διεθνώς, οι οποίοι μπορούν να κωδικοποιηθούν ως ακολούθως:
Πρώτον, ο κίνδυνος μιας σπειροειδούς ανέλιξης τιμών-μισθών. Στις ΗΠΑ, οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις αντανακλώνται, στην ετήσια αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) κατά 7,9% τον Μάρτιο του 2022 και στην αύξηση των ωριαίων αποδοχών κατά 5,6%.
Η μεγάλη αύξηση του ΔΤΚ είχε ως συνέπεια τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και κατά συνέπεια τη μισθολογική διαπραγμάτευση από τους εργαζόμενους. Παράλληλα, ο σχεδιασμός της Ομοσπονδιακής Τράπεζας για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού περιλαμβάνει τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, με παράλληλη συρρίκνωση του ισολογισμού της. Ως εκ τούτου, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης. Όμως, ο περιορισμός των πληθωριστικών πιέσεων, δίχως να οδηγηθεί η οικονομία σε ύφεση δεν είναι ένα εύκολο έργο για την Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ.
Το σημαντικότερο στοιχείο είναι να περιοριστούν οι πληθωριστικές προσδοκίες, ούτως ώστε να μετριασθούν οι προσαρμογές τόσο των τιμών των αγαθών, όσο και των μισθολογικών απολαβών. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, οι αυξήσεις μισθών παραμένουν συγκρατημένες στην τρέχουσα φάση, ωστόσο μεσοπρόθεσμα, καθώς η Ευρωζώνη θα ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της, αναμένονται πληθωριστικές πιέσεις από τις μισθολογικές αυξήσεις, οι οποίες θα επιτηρούνται στενά από την ΕΚΤ (Christine Lagarde, Monetary Policy Statement, ECB, April 2022).
Δεύτερον, οι υψηλές τιμές ενέργειας στην Ευρώπη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση του κόστους λειτουργίας των εργοστασίων. Η συνεχιζόμενη μεγάλη άνοδος των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, καθώς και οι δράσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. για την πράσινη μετάβαση, ενδέχεται να οδηγήσουν σε πιέσεις αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς για τη διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων και προσδοκιών, η οποία σε συνδυασμό με την υψηλή αβεβαιότητα, αναδεικνύεται ο σημαντικότερος βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Προς το παρόν, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη προκαλείται από την ακριβή εισαγόμενη ενέργεια και τα τρόφιμα (Γράφημα 5), παρά από την υπερθέρμανση της οικονομίας.
Πρόκειται συνεπώς για πληθωρισμό κόστους και όχι ζήτησης. Οι τιμές του φυσικού αερίου για τον επόμενο χειμώνα είναι πέντε φορές υψηλότερες από ότι στις ΗΠΑ, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών για ενέργεια, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σχεδόν διπλάσιες ("A toxic mix of recession risks hangs over the world economy”, Economist, April 9th 2022). Καθώς οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται, η καταναλωτική εμπιστοσύνη στις ευρωπαϊκές χώρες είναι εύλογο να υποχωρεί (Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 11.04.2022).
Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στην παραγωγή τους. Η οικονομία της Ευρωζώνης πιθανότατα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται το 2022, ωστόσο αυτή η ανάπτυξη είναι εύθραυστη. Εάν η Ευρώπη σταματήσει να εισάγει ρωσικό φυσικό αέριο -είτε επειδή το επιλέξει, είτε επειδή αποφασίσει να διακόψει τον εφοδιασμό η Ρωσία στο πλαίσιο αντιμέτρων στις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν - ο κίνδυνος ύφεσης θα αυξηθεί.
Τρίτον, η αβεβαιότητα και οι αναταράξεις στην περίοδο ανασχεδιασμού των διεθνών αλυσίδων αξίας, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Πράγματι, οι κυρώσεις έχουν πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, απειλώντας τον ενεργειακό εφοδιασμό της ηπείρου. Επηρεάζουν δε, όχι μόνο τα ενεργειακά προϊόντα, αλλά και πολλά άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.
Τέταρτον, το δρακόντειο κινεζικό πρόγραμμα περιορισμού της μετάλλαξης Omicron στη Σαγκάη της Κίνας. Η έξαρση των κρουσμάτων της νέας μετάλλαξης υποχρέωσε τις αρχές να επιβάλουν αυστηρότερα lockdowns συγκριτικά με την έναρξη της πανδημίας, τα οποία θα προκαλέσουν περαιτέρω εξωτερικές διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο -το οποίο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα από τα προηγούμενα κύματα της πανδημίας- καθώς η Σαγκάη είναι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια παγκοσμίως, στο οποίο παραμένουν ακινητοποιημένα πλοία.
Ωστόσο, αν η Σαγκάη προβεί σε πρόωρη άρση των περιορισμών, η ηπειρωτική Κίνα πιθανότατα να αντιμετωπίσει ένα κύμα μόλυνσης και θανάτων, εξέλιξη που θα επηρέαζε αρνητικά τους καταναλωτές και θα γινόταν πρόσθετη πηγή οικονομικής αστάθειας.
Πέμπτο, ο κίνδυνος μεγάλης και ταχείας ανόδου του παγκόσμιου χρέους. Αυτός ο κίνδυνος είναι πιο μακροπρόθεσμος. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ("Το επικίνδυνο παγκόσμιο χρέος απαιτεί αποφασιστική συνεργασία"), είναι απαραίτητη η παγκόσμια συνεργασία των κρατών για να επιτευχθεί αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων χρέους και να αποτραπούν οι αθετήσεις πληρωμών.