Οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εντείνουν τις προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προειδοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδας στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).
Η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια του 2021. Παρουσιάζονται επίσης ειδικά θέματα, που πραγματεύονται τις τάσεις των καταθέσεων την περίοδο της πανδημίας, ανά θεσμικό τομέα (φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις) και ανά κατηγορία μεγέθους λογαριασμών, τις αλλαγές που επέφερε η νέα πτωχευτική νομοθεσία (ν. 4738/2020) και τέλος, τις κυριότερες προτάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της επανεξέτασης της μακροπροληπτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Ο υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2021 και η προσδοκία συνέχισης της ανάπτυξης το 2022, σε συνδυασμό με τις θετικές μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, συνέβαλαν στην πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τους διεθνείς οργανισμούς S&P και DBRS, μειώνοντας σε μία μόνο βαθμίδα την απόσταση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από την επενδυτική βαθμίδα.
Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις αποτελώντας τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δεδομένης της αύξησης του κόστους παραγωγής και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Oι τράπεζες οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω, σε συνδυασμό με την απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι μέχρι τώρα υλοποιημένες ενέργειες των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει στη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ακόμη υψηλός (Δεκέμβριος 2021: 12,8%). Ταυτόχρονα, οι ενέργειες βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, που επιπρόσθετα πιέζεται από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Υπό το πρίσμα αυτό, ο συνδυασμός της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, λόγω της υψηλής συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, και της διαρθρωτικά χαμηλής κερδοφορίας αποτελεί πρόσθετο μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τις τράπεζες.
Οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε 180 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας. Ωστόσο, η χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών και η ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο επηρέασαν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, με αποτέλεσμα ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio) σε ενοποιημένη βάση να μειωθεί σε 12,6% το Δεκέμβριο του 2021, από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15,2% από 16,6% αντίστοιχα.
Η συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και την ενεργό συμμετοχή του τραπεζικού τομέα. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν, υπό το πρίσμα των δευτερογενών επιδράσεων του πολέμου στην Ουκρανία, να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για περαιτέρω εξυγίανση του ισολογισμού τους. Προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της χρηματοδότησης, ώστε η ελληνική οικονομία να τεθεί σε τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης, σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει η αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility - RRF).