Την Τετάρτη 1 Ιουνίου, η διαΝΕΟσις, με αφορμή τη δημοσίευση του κειμένου πολιτικής για την ανάγκη επανεκκίνησης του χρηματοπιστωτικού τομέα και μιας δημοσιογραφικής έρευνας για το Ταμείο Ανάκαμψης, διοργάνωσε μια δημόσια διαδικτυακή συζήτηση με θέμα την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.
Την έναρξη της συζήτησης χαιρέτισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ενώ σύντομη εισαγωγική τοποθέτηση πραγματοποίησε ο Γενικός Διευθυντής της διαΝΕΟσις Διονύσης Νικολάου. Στη συζήτηση, υπό τον συντονισμό του Διευθυντή Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρή Γεωργακόπουλου, συμμετείχαν οι: Γκίκας Χαρδούβελης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Πρόεδρος του Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας, Γιώργος Χουλιαράκης, Οικονομικός Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος και Senior Fellow, John F. Kennedy School of Government, Harvard University, Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις, και Ηλίας Νικολαΐδης, Senior Editor της διαΝΕΟσις.
O Γενικός Διευθυντής της διαΝΕΟσις Διονύσης Νικολάου κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του τόνισε πως η ελληνική οικονομία έχει πληγεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις την τελευταία δεκαετία που συνοψίζονται σε τρία μνημόνια, μια πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ το κλίμα αβεβαιότητας ενισχύουν πρόσθετες απειλές όπως ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση, η διαφαινόμενη διατροφική ένδεια και η κλιματική αλλαγή με επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Συνέχισε υπογραμμίζοντας πως ο συνολικός προβληματισμός για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας επιτείνεται από τις μεγάλες αδυναμίες που την χαρακτηρίζουν, όπως η ασθενής ανταγωνιστικότητα, το μεγάλο έλλειμμα εγχώριων και ξένων επενδύσεων και η χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα. Ο κ. Νικολάου, επίσης, τόνισε πως το ερευνητικό έργο της διαΝΕΟσις αποσκοπεί στην ενίσχυση ενός ουσιαστικού διαλόγου μέσα από τη δημοσίευση σειράς ευρημάτων, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να συμβάλει στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Συγκεκριμένα ανέφερε πως «όραμά μας είναι να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στον θεσμικό και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της χώρας για την επιτυχή αντιμετώπιση των προκλήσεων της ανάπτυξης, της κλιματικής αλλαγής, του ψηφιακού μετασχηματισμού, και των ανθρώπινων δεξιοτήτων για περαιτέρω βελτίωση της συνολικής μας ευημερίας».
Κλείνοντας, κατέληξε πως στόχος της δημόσιας αυτής συζήτησης είναι να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα, όπως το αν θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε μεταξύ κοινωνικής στήριξης και οικονομικής σταθερότητας ή πώς μπορούμε να επιτύχουμε την άμεση και αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων ανάκαμψης.
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος απηύθυνε τον εναρκτήριο χαιρετισμό της εκδήλωσης, η οποία πραγματοποιείται σε μια περίοδο που η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία και το τραπεζικό σύστημα καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις, οι οποίες αναμένεται να περιορίσουν τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παρά τη σημαντική ανάκαμψή της το 2021 που την οδήγησε στην αναβάθμισή της από δύο διεθνείς οίκους.
Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα της χώρας σημείωσε ότι «έχει κάνει σημαντικά βήματα για τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών του μεγεθών όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στην βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και των επιπέδων ρευστότητας. Εντούτοις παραμένουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν το προσεχές διάστημα».
Οι προκλήσεις αυτές συνοψίζονται: 1) στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο παρά τη σημαντική μείωση παραμένει ως ποσοστό του συνόλου των δανείων σε πολλαπλάσια επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί μια εκ νέου αύξηση λόγω της υφιστάμενης πίεσης στη χρηματοοικονομική κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών που προκύπτει από την αύξηση των τιμών της ενέργειας, 2) στο ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας, η οποία παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με την χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και 3) στη χαμηλή οργανική κερδοφορία εν μέσω της απόσυρσης των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ο κ. Στουρνάρας κατέληξε πως «οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας αποτελούν μια ιστορική ευκαιρία και σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης ρευστότητας από τις τράπεζες θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και στην επίτευξη διαχειριστικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα».
Τον κύκλο των τοποθετήσεων άνοιξε ο Γκίκας Χαρδούβελης, ένας εκ των δύο συγγραφέων του κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις για την ανάγκη επανεκκίνησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, το οποίο χαρτογραφεί τις προκλήσεις των τραπεζών και της αγοράς κεφαλαίου και διατυπώνει μια σειρά από προτάσεις. Μίλησε για την μεγάλη αναδιάρθωση στο τραπεζικό σύστημα των τελευταίων 15 χρόνων, όπως η μείωση του αριθμού των τραπεζών και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αναφερόμενος στην πρόκληση για τις τράπεζες του ζητήματος της κεφαλαιακής επάρκειας, είπε ότι δεν είναι το ίδιο ισχυρή όπως είναι στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς χάθηκαν πολλά κεφάλαια στη διάρκεια της διαγραφής των μη εξυπηρετούμενων δανείων, πρόβλημα ωστόσο που, όπως είπε, σταδιακά λύνεται. Χαρακτήρισε το ζήτημα της κερδοφορίας ως το «ερώτημα του μέλλοντος», η οποία θα πρέπει να γίνει συστηματική. Συνεχίζοντας, είπε ότι αυτό που απασχολεί τις τράπεζες είναι ο τρόπος εξυπηρέτησης των πελατών μέσα σε ένα περιβάλλον που αλλάζει, ενώ επεσήμανε την ανάγκη για ψηφιοποίηση των υπηρεσιών και την εκπαίδευση του προσωπικού προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο κ. Χαρδούβελης συνέχισε αναφερόμενος στις προτάσεις της μελέτης της διαΝΕΟσις, οι οποίες απευθύνονται κυρίως στο ερώτημα «πώς θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος», καθώς όπως τόνισε «για να μπορεί μια οικονομία να είναι ισχυρή, πρέπει και ο χρηματοοικονομικός τομέας να είναι υγιής». Επεσήμανε ότι «πρέπει να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που βλέπουν οι τράπεζες όταν έρχονται σε επαφή με τους πελάτες τους» ώστε να μειωθεί και το κόστος παροχής δανείων. Στο πλαίσιο αυτό οι συγγραφείς πρότειναν για παράδειγμα τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, και ενός ψηφιακού μητρώου ακινήτων. Επίσης, υπογράμμισε κάποιες από τις προτάσεις της έρευνας όπως: 1) δημιουργία επιτροπής συμβουλευτικής ενημέρωσης και τεχνικής βοήθειας δυνητικών επενδυτών και επιχειρήσεων μέσω του ΤΑΑ, 2) συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, 3) μεγαλύτερη έμφαση σε εξειδικευμένη εκπαίδευση στη Χρηματοοικονομική των Δικαστών και των εργαζομένων της νομικής επιστήμης στον χρηματοοικονομικό χώρο, 4) διευκόλυνση των επιχειρήσεων για είσοδό του στο χρηματιστήριο και επέκταση της εταιρικής διακυβέρνησης, 5) τεχνολογική αναβάθμιση του ΧΑ, 6) ενθάρρυνση πολιτικών μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, 7) βελτίωση του χρηματοοικονομικού εγγραμματισμού. Κλείνοντας, μίλησε για τις προτάσεις της έρευνας για το πώς μπορεί και το δημόσιο να συμβάλει περαιτέρω, όπως με την αξιοποίηση των συνεργιών μεταξύ της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του ΤΑ.
Στη συνέχεια, ο Γιώργος Χουλιαράκης συνόψισε τους νέους κινδύνους που καλείται να διαχειριστεί η ελληνική οικονομία, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από α) ο πόλεμος που παράγει πολική αστάθεια και οξύνει την οικονομική αβεβαιότητα β) η πολύ μεγάλη πιθανότητα αναδίπλωσης της παγκοσμιοποίησης όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία τριάντα – σαράντα χρόνια με τα οφέλη που αυτή είχε για το διεθνές εμπόριο και την κατανομή των παραγωγικών πόρων γ) η αύξηση του κόστους της ενέργειας και των πρώτων υλών, κυρίως γεωργικών προϊόντων δ) η αύξηση του κόστους δανεισμού και των επιτοκίων στην Ευρώπη αλλά κυρίως στις ΗΠΑ με συνέπειες που αυτή θα έχει στην παγκόσμια ανάκαμψη, κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες και ε) η πιθανότητα ενός νέου κύματος πανδημίας, καθώς μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού παραμένουν ανεμβολίαστα με συνέπειες όχι μόνο στην υγεία αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο κ. Χουλιαράκης προχώρησε σε τρεις παρατηρήσεις αναφορικά με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές σε ένα νέο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Η πρώτη παρατήρηση του κ. Χουλιαράκη είναι ότι «η ελληνική οικονομία είναι σε πολύ ισχυρότερη θέση απ’ ό,τι ήταν στην αρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης 2008-2013», παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παραμένει υπερχρεωμένη. Εξήγησε ότι «αυτό συμβαίνει διότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι για μεγάλο χρονικό ορίζοντα κοντά στο 10% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρωζώνη, ενώ το 75% του ελληνικού χρέους δεν είναι διαπραγματεύσιμο και το 99% του ελληνικού χρέους έχει “κλειδωμένα επιτόκια” σε επίπεδα ιδιαίτερα ελκυστικά». Ακόμα, η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι περίπου 19-20 έτη, ενώ το μεγάλο ταμειακό απόθεμα που δημιουργήθηκε κατά τα έτη 2016-2019 και κινείται στα επίπεδα των €32 δισ. δίνει τη δυνατότητα να καλύψει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές της ανάγκες για περίπου δύο χρόνια. Η δεύτερη παρατήρηση του κ. Χουλιαράκη είναι ότι προτεραιότητα για τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι η διόρθωση των δημόσιων οικονομικών και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με διατήρηση λελογισμένων πλεονασμάτων γύρω στο 2%. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Χουλιαράκη η ισχυρή θέση της ελληνικής οικονομία δίνει τη δυνατότητα η επιστροφή στα πλεονάσματα να γίνει σταδιακά, δίνοντας χώρο σε ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που αποκαθιστά τη δημοσιονομική ισορροπία, προστατεύει τους πιο ευάλωτους και υποστηρίζει βραχυχρόνια την οικονομική ανάκαμψη.
Η τρίτη παρατήρηση του κ. Χουλιαράκη αφορούσε στη σημασία του μεσοπρόθεσμου ρυθμού οικονομική μεγέθυνσης, με έμφαση σε δύο σημεία α) την αποτελεσματική και με συμπεριληπτικό τρόπο διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και β) την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών όπως αυτές αποτυπώνονται στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και στις εξωτερικές ανισορροπίες συνολικά μέσω της μετάβασης σε ένα νέο υπόδειγμα αυξημένης προστιθέμενης αξίας που δεν θα στηρίζεται στην παραγωγή υπεράξιας μέσω πώλησης περιουσιακών στοιχείων και στον τουρισμό.
Η Φαίη Μακαντάση, ως μία εκ των δύο συγγραφέων της έκθεσης της διαΝΕΟσις για τους κινδύνους και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που χαρτογραφεί την κατάστασή της εν μέσω της αβεβαιότητας για την πορεία της πανδημίας και νέων εστιών κινδύνου επικεντρώθηκε σε τέσσερα σημεία της έκθεσης. Πρώτον, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η «ελληνική οικονομική κρίση είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση», και επεσήμανε ότι «θα είναι λάθος να θεωρούμε ότι με την παρέλευση της πανδημίας και των αβεβαιοτήτων η ελληνική οικονομία θα γυρίσει σε μια καλή κατάσταση, καθώς ούτε πριν από την πανδημία ήταν σε μια πραγματικά καλή κατάσταση. Χαρακτήρισε την ελληνική οικονομική κρίση ως «μία από τις βαθύτερες και πιο διαρκείς οικονομικές κρίσεις ανεπτυγμένης οικονομίας στη σύγχρονη ιστορία» οι αδυναμίες της οποίας είναι γνωστές.
Δεύτερον, η κ. Μακαντάση εντόπισε το διαρκές έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ξεχωρίζοντας τη διαχρονική δυσκολία της να ισοσκελίσει τουλάχιστον το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) ως μία από τις μεγαλύτερες "ανοικτές πληγές" της, το οποίο παραμένει ελλειμματικό καθ' όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Η διατήρηση ελλειμμάτων στο ΙΤΣ, η οποία υποδηλώνει τη διαχρονική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να παραμένει ανταγωνιστική, αποτελεί μια θεμελιώδη ανισορροπία που δεν είναι καθόλου βιώσιμη. Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη για ακόμα ταχύτερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Ως μια πηγή αισιοδοξίας, πρόσθεσε, από το 2016 παρατηρείται μία διαρκής αυξητική τάση των εξαγωγών η οποία υποδηλώνει μία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τρίτον, σημείωσε ότι ένα από μεγαλύτερα προβλήματα είναι το επενδυτικό κενό που δημιούργησε αλλά και επέτεινε η κρίση. Όπως είπε «ήταν η πολύ μεγάλη και διαρκής μείωση των επενδύσεων, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική απώλεια μέρους του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου, αφού οι επενδυτικές δαπάνες εδώ και 12 έτη δεν επαρκούν να αντισταθμίσουν τις αποσβέσεις του». Παράλληλα, υπογράμμισε τη σημασία της ποιοτικής διάρθρωσης των επενδύσεων με αναπτυξιακό χαρακτήρα, και να περιλαμβάνει πρώτα από όλα την εστίαση στους κλάδους εντάσεως εργασίας. Τέταρτον, αναφέρθηκε στις εστίες κινδύνου που απειλούν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη, όπως το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος, η ενεργειακή κρίση, το παγκόσμιο κύμα πληθωρισμού και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους δεν είναι άλλη από την ταχεία "φυγή προς τα εμπρός" της ελληνικής οικονομίας, με την επίτευξη σημαντικών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης τα προσεχή έτη.
Τον κύκλο των τοποθετήσεων έκλεισε ο Ηλίας Νικολαΐδης, υπεύθυνος για τη δημοσιογραφική έρευνα της διαΝΕΟσις για το Ταμείο Ανάκαμψης (ΤΑ), ο οποίος ανέλυσε τη λειτουργία του στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μέχρι αυτή τη στιγμή, αλλά και κάποιους προβληματισμούς για το παρόν και το μέλλον του. Ξεκίνησε τονίζοντας τη σημασία του ΤΑ στην Ευρώπη αναφερόμενος στο μέγεθος του προϋπολογισμού, ο οποίος το 2020 ως ο νέος επταετής προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν κατά €750 δισεκατομμύρια αυξημένος. Σκοπός του ΤΑ είναι να αντιμετωπιστούν όχι μόνο η κρίση που έφερε η πανδημία, αλλά και οι προκλήσεις του μέλλοντος, όπως η κλιματική αλλαγή και η ψηφιοποίηση. Υπογράμμισε ότι το ενδιαφέρον κατά τη δημιουργία του πολύ φιλόδοξου ΤΑ ήταν ότι ο επιπλέον προϋπολογισμός δεν προήλθε από συνεισφορές των μελών, αλλά από απευθείας δανεισμό από τις αγορές. Μιλώντας για την ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας είπε ότι «αναμένεται να είναι η πιο ευνοημένη χώρα αναλογικά με την οικονομία της στην ΕΕ», καθώς θα λάβει περίπου 17% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν €30 δισεκατομμύρια, ενώ σημείωσε ότι η απορρόφηση αυτών των χρημάτων, παράλληλα μάλιστα και με την απορρόφηση των προγραμματισμένων ευρωπαϊκών πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για τη χώρα (καθώς υπάρχει και ημερομηνία λήξης) και μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Επίσης, περιέγραψε το ελληνικό σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει έργα, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.
Στη συνέχεια, ο κ. Νικολαΐδης στάθηκε σε ορισμένες παρατηρήσεις που σχημάτισε όσο πραγματοποιούσε την έρευνα. Αρχικά, είπε ότι «σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα μιλάμε όλο και λιγότερο για το ΤΑ, χωρίς ωστόσο να έχει αλλάξει κάτι» και έθεσε κάποιες ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν τα επόμενα χρόνια: Μπορεί το ελληνικό κράτος να απορροφήσει τόσους πόρους τόσο γρήγορα; Κατά πόσο έχουμε αναδόχους οι οποίοι μπορούν να τους απορροφήσουν αποτελεσματικά; Και είμαστε όσοι φιλόδοξοι θα μπορούσαμε να είμαστε; Παράλληλα, επεσήμανε ότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν παρατηρούνται πολλά «έργα-σημαίες» τα οποία συνδέονται στη συνείδηση των ανθρώπων με το ΤΑ. Μιλώντας για τον πληθωρισμό, επεσήμανε ότι το ΤΑ σχεδιάστηκε σε μια περίοδο με σχεδόν αποπληθωρισμό, με την πρόβλεψη να προσαρμόζεται σε 2% πληθωρισμό κάθε χρόνο, ωστόσο οι αριθμοί αυτοί είναι «ανεπίκαιροι τους τελευταίους μήνες». Τέλος, τόνισε την ανάγκη πανευρωπαϊκά για καλύτερη προετοιμασία και αξιολόγηση των μέτρων, για καλύτερες δομές που ενθαρρύνουν την αποτελεσματικότητα, καθώς και για παραγωγή γνώσης πάνω σε αυτή την αναπτυξιακή ευκαιρία.
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους ομιλητές, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις δεκάδες ερωτήσεις και τα σχόλια των συμμετεχόντων που είχαν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα, συζητήθηκαν θέματα όπως η περιφερειακή επενδυτική πολιτική, οι χρεώσεις των τραπεζών, οι επιχειρήσεις και η εταιρική διακυβέρνηση, το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας, ο πληθωρισμός, καθώς και το αν έχει αποτιμηθεί το κόστος για την ελληνική οικονομία που προκαλεί η αβεβαιότητα για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών στη χώρα.