Επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας «βλέπει» ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), ο οποίος παράλληλα σπεύδει να περικόψει τις εκτιμήσεις για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των lockdowns στην Κίνα.
Πιο συγκεκριμένα, ο διεθνής οργανισμός (με έδρα το Παρίσι) «βλέπει» αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,8% φέτος έναντι +8,3% το 2021. Για το 2023 δε, αναμένει και νέα επιβράδυνση στο 2,5%.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί μέσα στο 2022, φθάνοντας κατά μέσο όρο στο 8,8%, προτού περιοριστεί στο 3,4% το επόμενο έτος.
«Οι υψηλές τιμές, η αυξημένη αβεβαιότητα και οι συνθήκες σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής (αύξηση επιτοκίων) εν μέρει θα “εξουδετερώσουν” τον (θετικό) αντίκτυπο από τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, την αύξηση των εξαγωγών και τη βελτίωση των επενδύσεων» αναφέρει, μεταξύ άλλων.
Και προσθέτει: «Η ανάπτυξη της απασχόλησης εκτιμάται ότι θα σταματήσει προσωρινά, καθώς οι εργοδότες αντιμετωπίζουν μεγάλη αβεβαιότητα, δυσκολίες πρόσληψης εργαζομένων με ικανότητες, αλλά και υψηλότερο μισθολογικό κόστος».
Χθες, Τρίτη (7/6) η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε ότι το ΑΕΠ αναπτύχθηκε (σε ετήσιο επίπεδο) κατά 7% στο α’ τρίμηνο του 2022, κάνοντας ένα γερό «μπάσιμο» στο έτος. Βέβαια, η σύγκριση αφορά το αντίστοιχο διάστημα του 2021, όταν το ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί κατά 2,3%.
Σχετικά με τα κρατικά έσοδα, ο ΟΟΣΑ προσβλέπει σε άνοδο, χάρη στις αυξημένες τιμές. Την ίδια ώρα, η προσδοκώμενη ανάπτυξη σπεύδει να βοηθήσει την προσπάθεια της κυβέρνησης για επάνοδο στα πρωτογενή πλεονάσματα εντός του 2023. Η δημοσιονομική πορεία της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω από τη χρήση των μη προγραμματισμένων εσόδων, καθώς και τη στοχευμένη – διαρκή στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, συνεχίζει ο ΟΟΣΑ.
Η μεγαλύτερη δημοσιονομική βιωσιμότητα, σε συνδυασμό με την επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στις τράπεζες, θα στηρίξουν την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας (από τους οίκους αξιολόγησης), κάτι που θα βελτιώσει την πρόσβαση της χώρας στις πηγές χρηματοδότησης.
Ειδική μνεία κάνει, τέλος, και στην ενέργεια, εξηγώντας ότι η μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα στηρίξουν τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια και βιωσιμότητα της Ελλάδας.
Οι εκτιμήσεις για το παγκόσμιο ΑΕΠ
Ο διεθνής οργανισμός, παράλληλα, προβλέπει πλέον ότι ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 3% έναντι της πρότερης εκτίμησης για αύξηση κατά 4,5%. «Η εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τα lockdons σε σημαντικές πόλεις και λιμάνια της Κίνας, έχουν δημιουργήσει νέα αρνητικά σοκ» τονίζει, μεταξύ άλλων, ο ΟΟΣΑ.
Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, όπως εξηγεί πιο αναλυτικά, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ενώ η κινεζική πολιτική μηδενικής ανοχής στον Covid έρχεται να επιβαρύνει έτι περισσότερο την ανάπτυξη, δεδομένης της σημασίας της ασιατικής χώρας στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και στη συνολική κατανάλωση.
Η καθοδική αναθεώρηση του ΟΟΣΑ έρχεται λίγες ώρες μετά την αντίστοιχη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία «έκοψε» την εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2022 στο 2,9% από 4,1% προηγουμένως.
«Η ανάπτυξη θα είναι σημαντικά χαμηλότερη στις περισσότερες χώρες και ειδικά στην Ευρώπη» επαναλαμβάνει ο Οργανισμός, ο οποίος παραπέμπει στο εμπάργκο των Βρυξελλών στις εισαγωγές πετρελαίου και άνθρακα από τη Ρωσία. Γι’ αυτό τον λόγο, «βλέπει» ανάπτυξη μόλις κατά 2,6% στην Ευρωζώνη.
Όμως, ακόμη και για τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν σαφώς μικρότερη ή και μηδαμινή οικονομική εξάρτηση από τη Ρωσία, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η ανάπτυξη της οικονομίας θα καθοριστεί στο 2,5% του ΑΕΠ.
Εξίσου αρνητική είναι η «εικόνα» για τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες θα πληγούν δυσανάλογα από τις ελλείψεις στη διατροφική αλυσίδα, λόγω της υψηλής εξάρτησης σε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τις εμπόλεμες Ρωσία και Ουκρανία.
Για παράδειγμα, ενώ η Κίνα θα αναπτυχθεί κατά 4,4% και η Ινδία κατά 6,9%, η Βραζιλία δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 1%, αρκούμενη στο 0,6% του ΑΕΠ.