Ο πληθωρισμός των τροφίμων στην ευρωζώνη είναι πιθανό να παραμείνει υψηλός λόγω της κρίσης Ρωσίας-Ουκρανίας και της έκρηξης των παγκόσμιων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, σύμφωνα με το μηνιαίο Οικονομικό Δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που δημοσιεύθηκε την Τρίτη.
Η σημαντική αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων από τα μέσα του 2021 οφείλεται κυρίως στην άνοδο των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων τροφίμων και της ενέργειας, η οποία επιταχύνθηκε μόνο από την κρίση στην Ουκρανία, εκτιμά η τράπεζα.
Οι ισχυρές επιπτώσεις της κρίσης για την ευρωζώνη εξηγούνται από «τον άμεσο αντίκτυπό της στην παραγωγική και εξαγωγική ικανότητα στην Ουκρανία και από τους εμπορικούς περιορισμούς και την αυξημένη αβεβαιότητα στην Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία», επισημαίνει η έκθεση.
Η ΕΚΤ ανησυχεί για το γεγονός ότι η πρόσβαση σε ορισμένα είδη διατροφής, όπως ο αραβόσιτος, οι ελαιούχοι σπόροι, το σιτάρι και η ζάχαρη, τα οποία οι χώρες της ευρωζώνης εισάγουν κυρίως από τις περιοχές που έχουν πληγεί από την κρίση, ιδίως από την Ουκρανία, επηρεάζεται και θα επηρεαστεί αρνητικά μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, η ευρωζώνη «εισάγει περισσότερο από το ένα τέταρτο του λιπάσματός της από την πληγείσα περιοχή, το οποίο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί από άλλες πηγές».
Στέλνοντας «σήμα» για άνοδο άνω του 40% στις τιμές χονδρικής για τα τρόφιμα, η κεντρική τράπεζα προέβλεψε ότι περαιτέρω πιέσεις τιμών θα επηρεάσουν τις τιμές των τροφίμων σε επίπεδο λιανικής στην ευρωζώνη τους επόμενους μήνες.
Το αυξανόμενο κόστος των λιπασμάτων, το οποίο εκτοξεύτηκε κατά 151% στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, σημαίνει ότι οι τιμές των τροφίμων θα συνεχίσουν να αυξάνονται το 2023, δήλωσε η κεντρική τράπεζα.
«Οι διαφορές στον ΕνΔΤΚ (εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή) των τροφίμων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης μπορεί να διευρυνθούν περαιτέρω στο μέλλον», καθώς οι μικρές ανοιχτές οικονομίες είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, τονίζει η έκθεση.