«Εκπληκτικά» χαρακτήρισε τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργκρέτε Βεστάγκερ, σε δηλώσεις της μετά την συνάντηση που είχε σήμερα στο υπουργείο Οικονομικών με τον υπουργό Χρήστο Σταϊκούρα.
Όπως είπε η αντιπρόεδρος τη ΕΕ «οι Έλληνες θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι από τα επιτεύγματα στο μέτωπο της οικονομίας, τα οποία είναι αποτέλεσμα των επίπονων θυσιών των πολιτών».
«Πρέπει να αναγνωριστούν αυτά τα αποτελέσματα» τόνισε και αναφέρθηκε στην υπευθυνότητα της κυβέρνησης στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ωστόσο, σημείωσε, «δεν υπάρχουν εγγυήσεις σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες» σημειώνοντας τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση και κλιματική αλλαγή.
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Χρήστου Σταϊκούρα:
«Αξιότιμη Αντιπρόεδρε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Αγαπητή κα. Vestager,
Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω, σήμερα, για ακόμη μια φορά, στο Υπουργείο Οικονομικών.
Δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τις ευχαριστίες μου για την ειλικρινή, παραγωγική και αμοιβαία επωφελή συνεργασία που έχουμε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια.
Συνεργασία μείζονος σημασίας.
Ιδιαιτέρως, δε, σε έκτακτες συνθήκες και περιόδους κρίσεων, όπως αυτές που διανύουμε.
Η συμβολή σας στην αποτελεσματική στήριξη της ελληνικής οικονομίας κατά την έξαρση της πανδημίας ήταν ουσιαστική, καθώς το Προσωρινό Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης, αποτέλεσε πολύτιμο εργαλείο και οδηγό στην προσπάθειά μας να μετριάσουμε τις οικονομικές επιπτώσεις της.
Δυνάμει αυτού, οι ελληνικές αρχές έχουν, ήδη, θεσπίσει περί τα 70 μέτρα κρατικών ενισχύσεων, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 22 δισ. ευρώ.
Μέτρα που εφαρμόστηκαν με πλήρη επιτυχία, κράτησαν όρθια την κοινωνία και λειτουργική την οικονομία, και έθεσαν τις βάσεις για δυναμική επανεκκίνηση.
Η οποία και συντελέστηκε!
Από πλευράς μας, προσβλέπουμε και εργαζόμαστε για τη συνέχιση αυτής της στενής και εποικοδομητικής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για κοινή και δραστική αντιμετώπιση και των νέων απειλών που ορθώνονται μπροστά μας.
Απειλές που προκύπτουν από γεωπολιτικές εντάσεις, από την ανάγκη πράσινης μετάβασης, από την ανάγκη ελέγχου επί της τεχνολογίας.
Αγαπητή κα. Αντιπρόεδρε,
Έχει περάσει περίπου ένα έτος από την τελευταία μας συνάντηση εδώ, στο Υπουργείο Οικονομικών.
Μια ιδιαιτέρως θετική συνάντηση, στην οποία καταγράφηκε, μεταξύ άλλων, η σημαντική πρόοδος και οι ευοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς ανακάμπταμε, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, από τη βαθιά ύφεση της πανδημίας.
Σήμερα, 13 μήνες μετά, Ελλάδα και Ευρώπη, βρισκόμαστε, ξανά, σε μια κρίσιμη καμπή.
Αντιμέτωποι με νέες κρίσεις και προκλήσεις.
Αντιμέτωποι με τις συνέπειες ενός πολέμου, μετά την απολύτως καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Συνέπειες που στο πεδίο της οικονομίας αντανακλώνται, κυρίως, στην οξύτατη ενεργειακή κρίση και την εκτόξευση του πληθωρισμού, που πλήττει σφοδρά τους εθνικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Πυροδοτεί ισχυρές αναταράξεις, εγείρει νέες αβεβαιότητες και ανακόπτει την αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών μας.
Διερχόμαστε, συνεπώς, από το 2020, μια παρατεταμένη περίοδο εξωγενών κρίσεων.
Κρίσεις που, όμως, δεν στάθηκαν εμπόδιο στην πρόοδο της Ελλάδας.
Διότι στο διάστημα αυτό, η χώρα μας δεν έπαψε να αναπτύσσεται, να αναβαθμίζεται και να ισχυροποιείται.
Η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ισχυρή δυναμική, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που την κατατάσσουν, βραχυπρόθεσμα και μεσομακροπρόθεσμα, στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Με εντατική και μεθοδική δουλειά κατακτήσαμε σχεδόν όλους τους σημαντικούς στόχους που είχαμε θέσει στο μέτωπο της οικονομίας, κλείνοντας επώδυνα κεφάλαια του παρελθόντος και ανοίγοντας νέα, πιο ελπιδοφόρα σελίδα στο μέλλον.
Όπως αποτυπώνεται στην ιστορική απόφαση του Eurogroup στο Λουξεμβούργο για την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας και την επιστροφή της – μετά από 12 χρόνια – στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση στην Ευρωζώνη.
Όπως αντανακλάται και στις 12 αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας τα 3 τελευταία χρόνια, που τη φέρνουν ένα μόλις «σκαλοπάτι» πριν από την επενδυτική βαθμίδα.
Πριν από την κατάκτηση, δηλαδή, και του τελευταίου μεγάλου στόχου αυτής της τετραετίας, ο οποίος έχει τεθεί για το 2023 και αναμένεται να επιτευχθεί.
Όπως, κυρίως όμως, καταγράφεται στους βασικούς δείκτες της οικονομίας.
Με τον βασικότερο εξ αυτών, το ΑΕΠ, να εξακολουθεί να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς, ύψους 7% σε ετήσια βάση το 1ο τρίμηνο του 2022, σημαντικά υψηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού όρου, αναρριχόμενος σε υψηλό δεκαετίας, σε όρους όγκου.
Ταυτόχρονα, η σύνθεση του ΑΕΠ βελτιώνεται, καθώς μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης εδράζεται στη σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ισχυρά και βιώσιμα τόσο το 2022 όσο και το 2023, με την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στην Ευρώπη, για την επόμενη διετία, στις επενδύσεις και στις εξαγωγές.
Επιπλέον, συνεχίζεται η σημαντική συρρίκνωση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, το δημόσιο χρέος υποχωρεί σημαντικά και αποκαθίσταται σταδιακά η δημοσιονομική ισορροπία.
Τα παραπάνω αποτελούν καρπό και συνάμα επιστέγασμα της υπεύθυνης, μεταρρυθμιστικής και δυναμικής οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ελληνική Κυβέρνηση, με βασικούς πυλώνες τη δημοσιονομική υπευθυνότητα, τη μεταρρυθμιστική συνέπεια και τον αναπτυξιακό προσανατολισμό.
Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζουμε στην παρούσα – ευρύτατα δυσχερή – συγκυρία, να στηρίζουμε, με ρεαλισμό, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα την ευστάθεια των δημοσίων οικονομικών.
Συνεχίζουμε επίσης, με εντατικούς ρυθμούς, την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης, κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, χρόνιων προβλημάτων εταιρειών του Δημοσίου, όπως είναι η ΛΑΡΚΟ, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας, η ΕΛΒΟ, η ΕΑΒ.
Ενώ δίνουμε και ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Ιδιαίτερης σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ήδη η Ελλάδα καταγράφει σημαντικά βήματα στο πεδίο αυτό, καθώς 230 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 10,2 δισ. ευρώ, έχουν ενταχθεί και θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0».
Αγαπητή κα. Αντιπρόεδρε,
Είναι προφανές ότι, με σκληρή και συστηματική δουλειά, η Ελλάδα ανταποκρίνεται, με τον καλύτερο τρόπο, στις προκλήσεις της εποχής.
Και μετατρέπει τις δυσκολίες, σε ευκαιρίες.
Ωστόσο, η συγκυρία που διανύουμε, είναι ιστορική.
Οι προκλήσεις που ορθώνονται μπροστά μας είναι μεγάλες, σύνθετες και υπερεθνικές.
Το κόστος στην ενέργεια έχει εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη και ο πληθωρισμός στην Ευρώπη έχει ξεπεράσει όλες τις προβλέψεις, «ακουμπώντας» πλέον όλους τους πολίτες, σε κάθε γωνιά της Ένωσης.
Αναπόφευκτα, τα όποια επιτεύγματα επισκιάζονται και οι θετικές προοπτικές υπονομεύονται.
Κανένα ευρωπαϊκό κράτος-μέλος δεν μπορεί, από μόνο του, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτή τη νέα κρίση.
Γι’ αυτό απαιτούνται ευρωπαϊκές, δραστικές και αποφασιστικές πολιτικές λύσεις.
Λύσεις για το παρόν αλλά και το μέλλον της Ευρώπης, που θα ενσωματώνουν τα διδάγματα παλαιών και νέων εμπειριών.
Θα αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη αναγνωρίζει και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών, με γνώμονα την κοινή στόχευση για δημοκρατία, ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή και ευημερία.
Εμείς, είναι καθαρό ότι θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, σκληρά, συστηματικά και υπεύθυνα, για την υπέρβαση των δυσκολιών και την ολόπλευρη ισχυροποίηση της Ελλάδας και της Ευρώπης».