Σε προς τα κάτω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (και άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών), προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης DBRS για το 2022 και το 2023. Πιο συγκεκριμένα ο οίκος προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,9% φέτος και 3,2% το 2023, από 4,3% και 3,4% που ήταν η πρόβλεψη τον Μάρτιο.
Από τον Μάρτιο ο οίκος είχε τονίσει ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης έχουν επιδεινωθεί στην πλειονότητα των χωρών, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός δεν θα υποχωρήσει γρήγορα, ακόμα και αν οι αυξήσεις επιτοκίων καταφέρουν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη της ζήτησης. "Οι γεωπολιτικές εντάσεις που προκύπτουν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν φαίνεται πιθανό να εκτονωθούν σύντομα και έτσι, με την προοπτική μιας παρατεταμένης σύγκρουσης, οι προμήθειες ενέργειας και τροφίμων παραμένουν ευάλωτες και οι τιμές είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές", αναφέρει ο οίκος.
Ειδικότερα, οι προβλέψεις για ανάπτυξη στην Ευρώπη έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω, λόγω των επιπτώσεων της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, των αυξημένων πιέσεων στον πληθωρισμό, αλλά και λόγω των διαταραχών στην επισιτιστική αλυσίδα.
Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για ανάπτυξη στις ΗΠΑ έχουν επίσης επιδεινωθεί εν μέρει λόγω της αρνητικής συμβολής των καθαρών εξαγωγών το πρώτο τρίμηνο, αλλά και λόγω της αναμενόμενης επίδρασης του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλότερων επιτοκίων.
Σύμφωνα με ό,τι αναφέρει ο οίκος, οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων φαίνεται πιθανό να επιμείνουν καθώς η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχίζεται και θα μπορούσε να περιορίσει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης μέχρι το 2023.
Πάντως, παρά τις χαμηλότερες προσδοκίες για την ανάπτυξη, τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν κοντά σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ σε πολλές οικονομίες, με τον οίκο να εκτιμά πως στην Ελλάδα η ανεργία θα διαμορφωθεί φέτος στο 12,9% και το 2023 στο 12,4%.
Η DBRS, λοιπόν, παρακολουθεί στενά τις επιπτώσεις των τιμών assets, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλές τιμές ακινήτων και υψηλά ποσοστά κατασκευής κατοικιών, δεν εκτιμά ότι η επερχόμενη παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση θα μετατραπεί σε σοβαρή ύφεση και θα επηρεάσει τις αξιολογήσεις των χωρών που παρακολουθεί. Ένα σενάριο ήπιας προσγείωσης της οικονομίας και ένα σενάριο ήπιας ύφεσης δεν είναι πιθανό να διαφέρουν ουσιαστικά ως προς τον πιστωτικό αντίκτυπο, ωστόσο, μια βαθύτερη ύφεση, ιδιαίτερα εάν επιταχυνθεί από πρόσθετους γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς, την αναζωπύρωση της πανδημίας ή ένα μεγάλο "χτύπημα" στις τιμές των assets θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στις αξιολογήσεις, επισημαίνει ο οίκος.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, ο οίκος υπογραμμίζει πως οι γεωπολιτικές εντάσεις που προκύπτουν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν φαίνεται πιθανό να εκτονωθούν σύντομα. Με την προοπτική μιας παρατεταμένης σύγκρουσης, οι προμήθειες ενέργειας και τροφίμων παραμένουν ευάλωτες και οι τιμές είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές.
Οι βασικοί βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για την ανάπτυξη στην Ευρώπη γενικότερα περιλαμβάνουν τον ενεργειακό εφοδιασμό, τα επιτόκια και τη γεωπολιτική, όπως σημειώνει η DBRS. Η σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ φαίνεται να υφίσταται μια δραματική και διαρκή αλλαγή. Η Ρωσία αρνήθηκε να αποσυρθεί από την Ουκρανία και οι χώρες του ΝΑΤΟ παρείχαν απροκάλυπτη υποστήριξη στην ουκρανική κυβέρνηση και τον στρατό. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν επίσης ακολουθήσει άλλες χώρες του ΝΑΤΟ υιοθετώντας εκτεταμένες κυρώσεις σε Ρώσους αξιωματούχους και επιχειρήσεις. Η επέκταση των κυρώσεων στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και οι πρόσθετες προσπάθειες για τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία, καθώς και οι αντι-κυρώσεις της Ρωσίας, αυξάνουν την πιθανότητα ευρύτερης διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη, προειδοποιεί η DBRS. Ο ευρωπαϊκός κλάδος της μεταποίησης, μπορεί να υποφέρει αυτόν τον χειμώνα μαζί με τα ευάλωτα νοικοκυριά, εάν η σύγκρουση συνεχιστεί.
Η DBRS παρακολουθεί επίσης τον πιθανό αντίκτυπο των σοκ των επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου των ακινήτων, των τιμών άλλων περιουσιακών στοιχείων και της λειτουργίας της νομισματικής πολιτικής. Ενώ οι αγορές μετοχών έχουν υποχωρήσει, οι τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να αυξάνονται στις περισσότερες από τις μεγάλες οικονομίες. Αυτό αφήνει τους ισολογισμούς των νοικοκυριών σε σχετικά καλή κατάσταση.
Τα αυξανόμενα επιτόκια έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τις πωλήσεις κατοικιών και οι τιμές έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται ή να μειώνονται σε μερικές μητροπολιτικές περιοχές με υψηλές τιμές. Η οικονομική προσιτότητα των στεγαστικών δανείων έχει επιδεινωθεί γρήγορα, ειδικά στις ΗΠΑ και τον Καναδά, και η DBRS αναμένει ότι αυτό θα επιβραδύνει τουλάχιστον την ανατίμηση των τιμών των κατοικιών. "Βλέπουμε περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αυτή τη στιγμή"", όπως σημειώνει Ωστόσο, μια διαρκής αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να έχει ευρύτερες και πιο δυσμενείς επιπτώσεις.