Μέσω των ομάδων παραγωγών και γενικά των συνεργατικών σχημάτων δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος αύξησης του κόστους παραγωγής, τόνισε στη Βουλή ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γιώργος Γεωργαντάς, σε ομιλία του στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, κατά την δεύτερη συνεδρίαση παρουσίασης των Εκθέσεων της Ernst & Young και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου για το μέλλον και τις προοπτικές του πρωτογενούς τομέα.
Ο κ. Γεωργαντάς τόνισε ότι η κυβέρνηση στηρίζει την ένταξη των αγροτών σε ομάδες παραγωγών, σε συνεταιρισμούς και στη συμβολαιακή γεωργία, καθώς έτσι αντιμετωπίζεται σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα του μικρού κλήρου και της αύξησης του κόστους παραγωγής. Σημείωσε μάλιστα ότι στην Ελλάδα μέσω των συνεργατικών σχημάτων διακινείται το 18% των παραγομένων προϊόντων ενώ στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστά φθάνει το 65%. Ανέφερε δε, ότι η κυβέρνηση δίνει ουσιαστικά κίνητρα για ένταξη των αγροτών σε συνεργατικά σχήματα με μείωση του φόρου των μετεχόντων σε αυτά κατά 50%.
Η κλιματική και ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, επιβάλλουν την αναθεώρηση πολιτικών και δράσεων, σημείωσε ο κ. Γεωργαντάς, τονίζοντας, παράλληλα, την ανάγκη επιτάχυνσης του ψηφιακού μετασχηματισμού στον πρωτογενή τομέα και την εφαρμογή πολιτικών που οδηγούν σε αύξηση της παραγωγής, ώστε να διασφαλισθεί η επισιτιστική επάρκεια. Ζήτημα, άλλωστε, επισιτιστικής επάρκειας και ομαλής λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας δεν υφίσταται για τη χώρα μας και την ΕΕ, τόνισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, επισημαίνοντας, όμως, ότι η παράταση της κρίσης κανείς δεν γνωρίζει πώς θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία, συνεπώς και την Ευρώπη.
Ο υπΑΑΤ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης, σημειώνοντας ότι από εθνικούς πόρους έχουν διατεθεί τους τελευταίους μήνες άνω των 220 εκατ. ευρώ, ενώ έως το τέλος Ιουλίου αναμένονται νέα στοχευμένα μέτρα, από ευρωπαϊκούς πόρους, περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα αναφέρθηκε στα προγράμματα που είναι σε εξέλιξη, όπως αυτό των Νέων Αγροτών, ύψους 525 εκατ. ευρώ, και βιολογικής παραγωγής, ύψους 705 εκατ. ευρώ, που είναι τα μεγαλύτερα που έχουν προκηρυχθεί μέχρι σήμερα. Τόνισε ότι πρέπει να υπάρχει ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων και σε αυτό, σημείωσε ότι στοχεύουν μια σειρά λειτουργικών αρδευτικών έργων που έχει προκηρύξει το ΥπΑΑΤ. Αναφέρθηκε στα προγράμματα ενίσχυσης της εκπαίδευσης και κατάρτισης των αγροτών, καθώς και στην πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα και να ενισχύσει τους Έλληνες αγρότες. Θέλουμε, είπε, η επιλογή του αγροτικού επαγγέλματος να είναι συνειδητή επαγγελματική επιλογή με επιχειρηματικές προοπτικές και όχι λύση ανάγκης.
«Το μοντέλο αγροτικής παραγωγής δεν επιτάσσει πλέον μεγιστοποίηση της παραγωγής, παρότι και αυτή τη χρειαζόμαστε βεβαίως, αλλά μεγιστοποίηση του περιθωρίου κέρδους», ανέφερε ο Σπύρος Κίντζιος, πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και εξήγησε: «Όταν μιλάμε για κέρδος δε μιλάμε μόνο οικονομικό, μιλάμε πρωτίστως για περιβαλλοντικό κέρδος. Δηλαδή, την ορθολογική διαχείριση όλων των εισροών και εκροών του συστήματος. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το σύγχρονο παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων και γεωργίας το γνωστό FAO, ως το 2050 η γεωργία θα πρέπει να παράγει τουλάχιστον 50% περισσότερα τρόφιμα και ζωοτροφές για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση. Τίθεται, λοιπόν, το μείζον πρόβλημα της βιώσιμης εντατικοποίησης».
O κ. Κίντζιος αναφέρθηκε και στη σημασία του ψηφιακού μετασχηματισμού της γεωργίας. «Η ευφυής γεωργία αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση της απόδοσης των γεωργικών προϊόντων ανά μονάδα επιφάνειας εκμετάλλευσης, χρησιμοποιώντας τεχνολογία με βιώσιμο τρόπο για να επιτύχει την καλύτερη δυνατή ποιότητα, ποσότητα και οικονομική απόδοση. Περιλαμβάνει διάφορους τύπους τεχνολογιών, όπως αισθητήρια όργανα, εφαρμογές λογισμικού, συστήματα επικοινωνιών, τηλεματική, τεχνολογίες εντοπισμού θέσης, συστήματα υλικού και λογισμικού και λύσεις ανάλυσης δεδομένων», ανέφερε ο κ. Κίντζιος και υπογράμμισε ότι σημαντική πτυχή για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας είναι η δυνατότητα εκτίμησης της περιβαλλοντικής επίδοσης των συστημάτων αγροτικής παραγωγής και διασφάλισης της αειφορίας, της παραγωγικής αλυσίδας.
«Οι προκλήσεις της επόμενης εικοσαετίας αφορούν την αντιμετώπιση της βιώσιμης εντατικοποίησης, που απαιτεί η παραγωγή περισσότερων τροφίμων από την ίδια έκταση γης μειώνοντας ταυτόχρονα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις υπό επωφελής, όμως, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες», είπε επίσης ο κ. Κίντζιος και υπογράμμισε ότι για αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, απαιτείται να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα ερευνητικά αποτελέσματα, τα οποία είναι πάρα πολλά και εγχώρια παραχθέντα. Να διασφαλιστεί επίσης, η ανταλλαγή και πρακτική εφαρμογή των γνώσεων και να υποστηριχθεί η διάδοση των σύγχρονων τεχνολογιών έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η συμβολή της γεωργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους συνολικούς στόχους της και βέβαια στην Ελλάδα.