Στη μεγάλη πρόοδο που έχει κάνει η Ελλάδα όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα και την οικονομία αλλά και στις προκλήσεις για το μέλλον αναφέρθηκαν οι επικεφαλής των αποστολών των θεσμών, στο πλαίσιο του Economist.
H επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Τζούλια Λεντβάι, αναφέρθηκε στη μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών κοντά στο 10%, χαρακτηρίζοντας την τεράστιο βήμα, ενώ αναφέρθηκε και στην αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας τους.
Σημείωσε ότι οι προκλήσεις είναι επίσης μεγάλες αναφορικά με τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και των κεφαλαίων των τραπεζών καθώς και της κερδοφορίας τους.
Η θετική εικόνα, είπε, θα έχει συνέχεια, εφόσον συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμβάλλουν στην απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα.
Στάθηκε ιδιαίτερα σε μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίες αφορούν και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενώ έδωσε συγχαρητήρια στις Αρχές για το σχέδιο, το οποίο χαρακτήρισε εξαιρετικό.
Αναφέρθηκε στα δάνεια 12,5 δισ. ευρώ που θα δοθούν στην αγορά μέσω των τραπεζών, στην παροχή κινήτρων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) για να ανέβουν επίπεδο, στην απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, την ψηφιοποίηση και την πράσινη μετάβαση.
Στις προκλήσεις ανέφερε ότι μεγάλο ποσοστό ΜμΕ έχουν υπερχρεωθεί και αυτό το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπισθεί, ώστε οι βιώσιμες επιχειρήσεις να μπορούν να αναπτυχθούν και να εκσυγχρονισθούν.
Στο ίδιο πρόβλημα εστίασε και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΚΤ στην Ελλάδα, Μάρτιν Μπάιστερμπρος, ο οποίος είπε ότι είναι ξεκάθαρο ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν το οικονομικό περιβάλλον και ότι οι ελληνικές τράπεζες έκαναν άλματα, μειώνοντας κατά 90 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς τους.
Σημείωσε, όμως ότι ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να έχει υψηλό όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία υπονομεύουν την ανάπτυξη και πρέπει να διευθετηθούν. Η διαχείρισή τους, είπε, θα είναι πολύ σημαντική για την οικονομία, προσθέτοντας ότι χρειάζεται μία στρατηγική αναδιάρθρωσής τους που θα συμπληρώνει τη μείωση των κόκκινων τραπεζικών δανείων και ο εκσυγχρονισμός της δικαιοσύνης. Πρόκειται, είπε, για προβλήματα γνωστά στην κυβέρνηση, τα οποία προσπαθεί να επιλύσει.
Ο κ. Μπάιστερμπος είπε ότι υπάρχει κίνδυνος νέων εισροών μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες και τόνισε, επίσης, την ανάγκη να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ESM στην Ελλάδα, Πάολο Φιορέτι, τόνισε ότι έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα και αναφέρθηκε στις θεσμικές αλλαγές που έγιναν σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση αυτή, όπως τα βήματα για την τραπεζική ένωση που πρέπει να ενισχυθούν για να μειωθεί ο κατακερματισμός.
Αναφέρθηκε στην ανάγκη επενδύσεων ψηφιοποίησης από τις ελληνικές τράπεζες και βελτίωσης της ποιότητας των κεφαλαίων τους. Σημείωσε ότι ο όγκος των κρατικών ομολόγων που έχουν σήμερα είναι χαμηλός, αλλά προσέθεσε ότι υπάρχει ομφάλιος λώρος μέσω των κρατικών εγγυήσεων που πρέπει να μειωθούν.
Απαντώντας σε ερώτηση αν υπάρχει κίνδυνος αύξησης των κόκκινων δανείων των τραπεζών λόγω του πληθωρισμού, ο κ. Φιορέτι είπε ότι δεν βλέπει προοπτική ουσιαστικής επιδείνωσης της κατάστασης, αναμένει όμως ότι αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει κάποια τέτοια αύξηση. Σαφώς είναι ισχυρότερες σήμερα οι τράπεζες, είπε, αλλά δεν έχουν ανοσία, τονίζοντας ότι έχει βελτιωθεί το επίπεδο διοίκησης και διαχείρισης τους, κάτι που αποτελεί ασπίδα για μία ταχεία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ερώτηση αν η Ελλάδα πρέπει να ανησυχεί επειδή δεν έχει αποκτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, η επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κομισιόν είπε ότι δεν θα έλεγε πως υπάρχει λόγος ανησυχίας, ενώ σημείωσε ότι η αύξηση του πληθωρισμού οδήγησε στη μείωση του χρέους. Είπε, επίσης, ότι οι προοπτικές για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι πολύ καλές και ότι ελπίζει πως αυτό θα γίνει το επόμενο έτος, προσθέτοντας ότι «κλειδί» είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Από την πλευρά του, ο κ. Φιορέτι είπε ότι υπάρχει προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, ενδεχομένως στα μέσα ή στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, ενώ σημείωσε ότι η κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες πρέπει να είναι προσεκτικοί στην οικονομική διαχείριση.