Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s σχολιάζει τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την αύξηση στα βασικά επιτόκια καταθέσεων αλλά και για το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει τη διεύρυνση των κρατικών spreads της ζώνης του ευρώ κατά περισσότερο από όσο θα δικαιολογούσαν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη.
Η Moody’s, λοιπόν, τονίζει ότι και τα δύο μέτρα είναι πιστωτικά θετικά για τις τράπεζες της ευρωζώνης, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα στηρίξουν τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια του κλάδου, ενώ το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα βοηθήσει στη σταθεροποίηση των spreads και των τιμών του κρατικού χρέους, το οποίο αντιπροσωπεύει σημαντικό μερίδιο των χαρτοφυλακίων ορισμένων τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Έτσι, ο οίκος υπογραμμίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι υποστηρικτική για όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης, ενώ παράλληλα επαναλαμβάνει ότι θα ωφελήσει ιδιαίτερα τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης επειδή έχουν μεγαλύτερο μερίδιο δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο από τις αντίστοιχες τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης και εξαρτώνται περισσότερο από τη χρηματοδότηση καταθέσεων.
Δεδομένου ότι τα υψηλότερα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας μεταδίδονται πιο γρήγορα στα επιτόκια δανεισμού απ' ότι στα επιτόκια καταθέσεων, τα καθαρά επιτοκιακά αυτών των τραπεζών θα λάβουν μεγαλύτερη και πιο άμεση ώθηση από τράπεζες με υψηλότερα ποσοστά δανείων σταθερού επιτοκίου.
Ακόμη, το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το TPI, έχει σχεδιαστεί για να περιορίσει τις αυξήσεις στην απόδοση οποιουδήποτε κρατικού χρέους της ζώνης του ευρώ που δεν δικαιολογείται από θεμελιώδεις παράγοντες.
Κατά την Moody’s αυτό σημαίνει ότι το TPI δεν θα προστατεύσει τα κράτη της ζώνης του ευρώ από το υψηλότερο κόστος δανεισμού. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει καταστήσει σαφές ότι η τράπεζα θα ανεχθεί αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης που αντικατοπτρίζουν την επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών. Ωστόσο, το εργαλείο θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή του επιπέδου μετάδοσης που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ζώνης του ευρώ (που επηρέασε επίσης εταιρείες και νοικοκυριά) και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής ή πολιτικής πίεσης σε μεμονωμένα κράτη μέλη.
Αξίζει πάντως να σημειώσουμε πως τα ελληνικά ομόλογα έχουν σημειώσει ισχυρό ράλι από την προηγούμενη εβδομάδα και μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, με την απόδοση του 10ετούς σήμερα να πλησιάζει το 3% (πτώση 7% σε σχέση με την Παρασκευή), ενώ και το ελληνικό spread έχει συρρικνωθεί στις 213 μ.β, έναντι 305 μ.β που είχε βρεθεί στα υψηλά του στα μέσα Ιουνίου και όταν η απόδοση του 10ετούς έχει εκτοξευθεί στο 4,7%. Επιπλέον, το ράλι αυτό έχει οδηγήσει τις ελληνικές αποδόσεις να κινούνται κάτω από τις ιταλικές.
Όπως και η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, ο οίκος αναμένει ότι το TPI θα ωφελήσει ιδιαίτερα τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, επειδή έχουν μεγαλύτερη έκθεση στο δημόσιο χρέος της χώρας τους: για παράδειγμα, οι ιταλικές τράπεζες έχουν ιταλικό δημόσιο χρέος ύψους 300 δισ. ευρώ και οι ισπανικές τράπεζες κατέχουν 250 δισ. ευρώ κρατικού χρέους της Ισπανίας .
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις της Νότιας Ευρώπης τείνουν να είναι πιο υπερχρεωμένες από τις αντίστοιχες της Βόρειας Ευρώπης, τα ομόλογά τους είναι πιο επιρρεπή στον κίνδυνο μετάδοσης. Ο σχεδιασμός του TPI ακολουθεί την απότομη άνοδο που σημείωσαν οι αποδόσεων του ιταλικού κρατικού χρέους σε σύγκριση με τα γερμανικά ομόλογα, αντανακλώντας τις ανησυχίες για την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Ιταλίας και τον αυξανόμενο πληθωρισμό, με την κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού στις 21 Ιουλίου και τις νέες εκλογές τον Σεπτέμβριο να επιδεινώνουν αυτές τις ανησυχίες.
Ένα βασικό "όπλο" του TPI είναι ότι επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα σε δυνητικά απεριόριστες ποσότητες, δίνοντας στην κεντρική τράπεζα ένα μέσο να παρέμβει αποφασιστικά σε περίπτωση διακυμάνσεων των αποδόσεων που θεωρεί "ατίθασες". Η απόφαση για την έναρξη αγοράς ομολόγων ενός συγκεκριμένου κράτους στο πλαίσιο του TPI υπόκειται σε προκαθορισμένους όρους. Ωστόσο, η Moody’s δεν θεωρεί τους όρους αυτούς υπερβολικά περιοριστικούς, ιδίως επειδή το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ διατηρεί μεγάλη διακριτική ευχέρεια στην αξιολόγηση της επιλεξιμότητας της κάθε χώρας.
Η διακριτική αξιολόγηση του Δ.Σ θα λάβει υπόψη τη συμμόρφωση της κυβέρνησης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, εάν αντιμετωπίζει μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, τη βιωσιμότητα του χρέους της και την ορθότητα των μακροοικονομικών πολιτικών της.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι "θα είναι σκόπιμη η περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων" στις προσεχείς συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, σηματοδοτώντας ότι τα επιτόκια πολιτικής πιθανότατα θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες. Η ΕΚΤ στοχεύει να φέρει τον πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ στο επίπεδο του περίπου 2% από το τρέχον 8,6% μέσω διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων.
"Θεωρούμε αυτή την περαιτέρω αναμενόμενη δράση ως θετική, υπό τον όρο ότι αποτρέπει επιτυχώς την αποδέσμευση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, κάτι που θα ήταν επιζήμιο για τις οικονομίες και τις τράπεζες της ΕΕ".
Πού θα φτάσουν τα επιτόκια
Η Moody’s έτσι αναμένει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει ξανά τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο κατά 50 μ.β και θα ακολουθήσει πρόσθετες αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μ.β τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο, που θα φέρουν το επιτόκιο καταθέσεων στο 1,0% μέχρι το τέλος του έτους. Επίσης, αναμένει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων κατά περαιτέρω 75-100 μ.β. στις πρώτες λίγες συνεδριάσεις το 2023, με τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων να τελειώνει όταν το επιτόκιο καταθέσεων αυξηθεί στο 1,50%-1,75% το πρώτο εξάμηνο του 2023, κάτι που βέβαια εξαρτάται και από την πορεία του πληθωρισμού.
"Η κεντρική τράπεζα πιθανότατα θα αναγκαζόταν να αυξήσει περισσότερο τα επιτόκια επιθετικά από ό,τι προβλέπουμε εάν η δυναμική του πληθωρισμού παραμείνει ασταθής ή εάν οι διαπραγματεύσεις για τους μισθούς απειλούν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα", επισημαίνει η Moody’s.
Εκτός από τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, η διεύρυνση των κρατικών spreads δημιουργεί ένα μοναδικά δύσκολο σκηνικό για τις πολιτικές αποφάσεις της ΕΚΤ, με την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι στην Ιταλία να αποτελεί την πιο άμεση πρόκληση. Αν και η απόκλιση στα spread και το κόστος δανεισμού είναι χαμηλότερα από ό,τι κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, η ανθεκτικότητα των χωρών θα δοκιμαστεί από την πιο έντονη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Πάντως, όπως καταλήγει ο οίκος, η αυξημένη πίεση στην αγορά ομολόγων θα θέσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε κίνδυνο.