Στο τελευταίο της εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, η Alpha Bank προειδοποιεί: «Η μεγάλη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων αποτελεί πλέον τη θεμελιώδη παθογένεια της ελληνικής οικονομίας».
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, η αποεπένδυση συνιστά μόνιμο χαρακτηριστικό της δομής του ελληνικού ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος, αφού διαρκώς συρρικνώνεται η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ. Ποιος όμως είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας αυτής της εξελίξεως δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, λόγω της πτώσεως του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος; Οι δυσχέρειες στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής επιβάρυναν επί μακρόν το επιχειρηματικό κλίμα. Κατά την διάρκεια του 2014 και ειδικότερα από το δεύτερο τρίμηνο, έως και το πρώτο τρίμηνο του 2015, σημειώθηκε βελτίωση του δείκτη επιχειρηματικού κλίματος στη βιομηχανία αν και παρέμενε σε επίπεδα ιδιαίτερα χαμηλά . Τούτο αποτυπώθηκε στην μικρή ανάκαμψη που παρατηρήθηκε σε εκείνο το χρονικό διάστημα στις επενδύσεις. Η επάνοδος του κλίματος ακραίας αβεβαιότητας και της ανησυχίας στο τρίτο τρίμηνο 2015, όπως προκύπτει και από την κατάρρευση του δείκτη επιχειρηματικού κλίματος, είχε ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση των επενδύσεων.
Η κινητοποίηση της επενδυτικής πρωτοβουλίας, ιδίως στο πεδίο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που συχνά αναφέρεται ως η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να αποτελέσει το βασικό εργαλείο για το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής στα επόμενα χρόνια.
Οι βασικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο σχεδιασμός πολιτικής στο άμεσο μέλλον είναι:
Πρώτον, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω αναπτύξεως επενδυτικών σχεδίων, καθώς και η προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό συνιστά βασική προτεραιότητα, δεδομένου ότι η ανεργία παραμένει στο ένα τέταρτο περίπου του εργατικού δυναμικού. Συνεχίζεται, επίσης, η καταγραφή αρνητικών καθαρών ροών απασχολήσεως στον ιδιωτικό τομέα βάσει των στοιχείων του «Εργάνη» (Οκτώβριος 2015: -54,473 χιλ.).
Δεύτερον, η επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Στις χρόνιες αδυναμίες του συστήματος προστέθηκε και το μεγάλο πρόβλημα της απουσίας πόρων που προήλθε από την άνευ προηγουμένου αύξηση της ανεργίας. Δεν αρκεί πλέον ο απλός εξορθολογισμός των παραμέτρων του συστήματος (ποσοστού αναπλήρωσης, ορίων ηλικίας κ.λπ.) με σκοπό την βελτίωση και διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του. Αυτό προϋποθέτει την επιτυχή αντιμετώπιση της πρώτης προκλήσεως, δηλαδή της αυξήσεως της απασχόλησης διά της εισαγωγής μέτρων με αναπτυξιακή διάσταση. Για παράδειγμα, ενδεχόμενη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών αναμένεται να ασκήσει αρνητικές πιέσεις στην ανταγωνιστικότητα, εμποδίζοντας την δημιουργία θέσεων εργασίας και υπονομεύοντας κατά συνέπεια τη χρηματοδότηση μέσω εισφορών στο ασφαλιστικό σύστημα.
Τρίτον, το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο των συζητήσεων για ενδεχόμενη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολογήσεως του Προγράμματος. Η ρύθμιση του ύψους των επιτοκίων και της επιμηκύνσεως των λήξεων του χρέους, ακόμη και αν θεωρηθεί αναγκαία συνθήκη δεν είναι απαραιτήτως ικανή. Η επιτυχής αντιμετώπιση της πρώτης και δεύτερης προκλήσεως, δηλαδή η παρουσία για μακρά σειρά ετών μιας ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής και η επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος προκειμένου να μην τροφοδοτεί το δημόσιο χρέος με νέα ελλείμματα, συνιστούν τον καταλύτη για ταχύτερη κάμψη της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ. Η επίλυση του ζητήματος του δημοσίου χρέους θα εισάγει τη χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο υψηλής αξιοπιστίας – προσέλκυσης επενδύσεων – ισχυρής αναπτύξεως.
Η Alpha σημειώνει εξάλλου ότι «μετά την αναθεώρηση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του 2015, ο ρυθμός αναπτύξεως της οικονομικής δραστηριότητος κατά το εννεάμηνο 2015 καθίσταται σχεδόν μηδενικός (μόλις 0,1%, σε ετήσια βάση). Ειδικότερα, η ισχνή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο εννεάμηνο 2015 προήλθε από: (i) την μικρή θετική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης (+0,6 εκατοστιαίες μονάδες) και (ii) την θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα (+0,9). Αντίθετα, η μεταβολή των αποθεμάτων είχε αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ κατά 1,1 εκατοστιαίες μονάδες, όπως και οι επενδύσεις (-0,2).»
«Παρατηρούμε συνεπώς ότι τα νοικοκυριά παρά τις φορολογικές επιβαρύνσεις στην κατανάλωση, προσπαθούν να προστατεύσουν το επίπεδο ευημερίας τους, προσαρμόζοντας σε αρνητικά επίπεδα το ποσοστό αποταμιεύσεως. Παράλληλα, η θέση του εξωτερικού τομέα ευνοείται σημαντικά από την πορεία του ελληνικού τουρισμού και την πτώση των εισαγωγών, λόγω του μικρότερου διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Επίσης, η μείωση των αποθεμάτων και των επενδύσεων συνδέεται με το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έκαναν χρήση των αποθεμάτων για την ικανοποίηση της ζητήσεως και δεν προέβησαν σε αύξηση της παραγωγής τους», αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας.