Για τον πληθωρισμό και εάν οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να τον αντιμετωπίσουν, μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας ευρωπαϊκό Φόρουμ Alpbach. Τα βασικά σημεία της ομιλίας του έχουν ως εξής:
Ποιοι είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στους εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού τους οποίους παρατηρούμε στις μέρες μας;
Για περισσότερο από ένα χρόνο, η οικονομία της ζώνης του ευρώ πλήττεται από αλλεπάλληλες διαταραχές στην πλευρά της προσφοράς – μεταξύ άλλων και από διαδοχικά κύματα της πανδημίας – που ωθούν ανοδικά τον πληθωρισμό.
Έχουμε δει μια κατακόρυφη αύξηση των τιμών των καυσίμων και μια σειρά διαταραχών της προσφοράς λόγω της πανδημίας, που προκάλεσαν περαιτέρω άνοδο των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την πανδημία στις αρχές του έτους, όταν υπέστη έναν ακόμη ισχυρό κλυδωνισμό με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και την επακόλουθη επιβολή κυρώσεων. Ως αποτέλεσμα, επιδεινώθηκαν τα προβλήματα στις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού και αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο οι τιμές της ενέργειας, των βασικών εμπορευμάτων και των τροφίμων.
Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας έπληξαν τη ζώνη του ευρώ πολύ σφοδρότερα από ό,τι τις ΗΠΑ, που έχουν πολύ μικρότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας.
Παράλληλα, με την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτιση των κυμάτων της πανδημίας, ενισχύθηκε η ζήτηση, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, η οποία κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχε συσσωρευθεί λόγω αναβολής δαπανών, με αποτέλεσμα να διευρυνθούν και να ενταθούν οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την περίοδο 2020-21 η κυβέρνηση των ΗΠΑ προέβη σε δημοσιονομική επέκταση που ισοδυναμούσε με το 20% του ΑΕΠ της χώρας – πρωτοφανές ποσό εν καιρώ ειρήνης.
Αυτή η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική τροφοδότησε την άνοδο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ. Καθώς το 50% σχεδόν των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών συνομολογείται σε δολάρια ΗΠΑ, υπήρξε διάχυση των επιπτώσεων και σε άλλες χώρες.
Για να συγκρατήσει τις επιδράσεις στον εγχώριο πληθωρισμό, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αύξησε επιθετικά το επιτόκιο πολιτικής της, με αποτέλεσμα να υποτιμηθούν έναντι του δολαρίου πολλά νομίσματα, μεταξύ αυτών και το ευρώ, γεγονός που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις στη ζώνη του ευρώ.
Εν ολίγοις, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια τέλεια πληθωριστική καταιγίδα.
Ποια είναι λοιπόν η πρόγνωσή μου για τον πληθωρισμό;
Η απάντηση δεν είναι απλή. Στην περίπτωση του πληθωρισμού, έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με μια Λερναία Ύδρα.
Είναι δύσκολο να δαμάσουμε τον πληθωρισμό, διότι η πληθωριστική διαδικασία, όπως και το μυθικό τέρας, είναι σύνθετη και αντανακλά πολλές και αλλεπάλληλες διαταραχές που πλήττουν την οικονομία.
Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος της Fed Jerome Powell, «τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα πόσο λίγο καταλαβαίνουμε τον πληθωρισμό».
Πιστεύω ότι τα διαδοχικά άλματα του πληθωρισμού σε ολοένα υψηλότερα επίπεδα θα αρχίσουν σύντομα να ανακόπτονται. Επίκειται η σταθερή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Η πεποίθησή μου βασίζεται, μεταξύ άλλων, στον προσδοκώμενο μετριασμό του ρυθμού αύξησης των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και στη σταδιακή άμβλυνση των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος (που δημοσιεύθηκαν τον Ιούνιο), ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει σε ένα ανώτατο επίπεδο πριν από το τέλος του έτους, να μειωθεί σταδιακά το 2023 και να συγκλίνει προς τον στόχο το 2024. Παρόμοια πορεία αναμένεται να ακολουθήσει και ο πυρήνας του πληθωρισμού.
Η πορεία αυτή του πληθωρισμού αντικατοπτρίζεται σε διάφορους δείκτες του αναμενόμενου πληθωρισμού.
Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό που βασίζονται σε δείκτες της αγοράς (όπως μετρούνται από το επιτόκιο των συμφωνιών ανταλλαγής που συνδέονται με τον πληθωρισμό μετά από πέντε έτη και για ορίζοντα πέντε ετών) παραμένουν σταθεροποιημένες γύρω στο στόχο του 2%, με μικρές διακυμάνσεις εκατέρωθεν, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι πρόσφατοι δείκτες πιο μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό που βασίζονται σε στοιχεία ερευνών, όπως η έρευνα της ΕΚΤ μεταξύ των εξειδικευμένων φορέων διενέργειας προβλέψεων (Survey of Professional Forecasters) και η έρευνα της ΕΚΤ μεταξύ των αναλυτών νομισματικής πολιτικής (Survey of Monetary Analysts), παραμένουν κοντά στο 2%. Παρόμοιες προβλέψεις έχουν δημοσιευθεί και από άλλους οικονομικούς οργανισμούς.
Ορισμένοι παράγοντες που εξηγούν την αργή αντίδραση των προσδοκιών είναι οι εξής:
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για την αύξηση των μισθών, διαφαίνεται ότι η μετακύλιση από την άνοδο των τιμών είναι προς το παρόν περιορισμένη.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δυσχέρανε την αύξηση του προϊόντος και επιδείνωσε την εμπιστοσύνη και το οικονομικό κλίμα, επηρεάζοντας δυσμενώς τις επενδύσεις και την καταναλωτική δαπάνη.
Οι υψηλές τιμές συρρικνώνουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με αρνητικές συνέπειες για την αποταμίευση και την κατανάλωση. Η πτώση των τιμών των μετοχών τους τελευταίους μήνες υποδηλώνει διάβρωση του χρηματοοικονομικού πλούτου.
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνονται διαρκώς. Αυτό ίσως συνεπάγεται χαμηλότερες πιέσεις στις τιμές μεσοπρόθεσμα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η νομισματική πολιτική είναι αντιμέτωπη με το δίλημμα αφενός της μείωσης του πληθωρισμού στο επίπεδο του στόχου και αφετέρου μιας “ομαλής προσγείωσης” εν μέσω αυξανόμενων φόβων για οικονομική ύφεση.
Εργαλεία και προκλήσεις για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού
Αυτό που ιδιαίτερα δυσκολεύει τους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν την επέλαση του πληθωρισμού είναι ότι η τέλεια αντίδραση πολιτικής δεν είναι εφικτή.
Το επιχείρημα ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί σε πιο περιοριστική κατεύθυνση όταν αυξάνεται ο πληθωρισμός ισχύει εφόσον ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της ζήτησης.
Αυτό μπορεί εν μέρει να αληθεύει για τις ΗΠΑ, αλλά η ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Στη ζώνη του ευρώ ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς.
Όταν ο πληθωρισμός οφείλεται σε πιέσεις από την πλευρά της προσφοράς, μια πέραν της ενδεδειγμένης συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής θα επιδείνωνε τις αρνητικές επιδράσεις των διαταραχών της προσφοράς στο προϊόν.
Συνεπώς, η κύρια πρόκληση είναι πώς να μειωθεί ο πληθωρισμός χωρίς να προκληθεί απότομη πτώση του ΑΕΠ και της απασχόλησης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ενδεδειγμένη απόκριση της νομισματικής πολιτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, η εξομάλυνση των αλλεπάλληλων διαταραχών της προσφοράς, με σταδιακή αλλά αποφασιστική ομαλοποίηση της πολιτικής, που διατηρεί την ευχέρεια επιλογής ανάλογα με τις συνθήκες και ενσωματώνει ευελιξία.
Θεωρώ ότι η προσέγγιση της σταδιακής ομαλοποίησης που έχουμε ακολουθήσει είναι επιτυχής και θα πρέπει να συνεχιστεί.
Από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν ξεκινήσαμε τη διαδικασία αυτή, έως και τον Ιούνιο φέτος, λάβαμε μια σειρά αποφάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Τερματίσαμε τις καθαρές αγορές τίτλων στο πλαίσιο των δύο προγραμμάτων μας, πάψαμε να αφήνουμε ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής (“easing bias”) στις καθοδηγητικές ενδείξεις μας, δεν παρατείναμε τους εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους – με επιτόκιο που μπορεί να διαμορφωθεί ακόμη και στο -1% – στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και αποσύρουμε σταδιακά τα μέτρα χαλάρωσης των κριτηρίων αποδοχής εξασφαλίσεων.
Σε μια ιστορικής σημασίας απόφαση τον Ιούλιο, η οποία σήμανε το τέλος μιας οκταετούς περιόδου αρνητικών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ, μαζί με τους συναδέλφους μου στο σημερινό πάνελ και τα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυξήσαμε τα βασικά επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης.
Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη από ό,τι είχε αναγγελθεί κατά τη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Ιουνίου, γιατί κρίναμε ότι, στο διάστημα που μεσολάβησε από τον Ιούνιο, οι κίνδυνοι που αφορούσαν τις προοπτικές για τον πληθωρισμό είχαν ήδη υλοποιηθεί.
Αυτοί οι κίνδυνοι σχετίζονται όχι μόνο με την άνοδο του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά και με την αύξηση των δεικτών του υποκείμενου πληθωρισμού, συνεπώς χρειαζόταν να βελτιστοποιήσουμε εκ νέου την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μας.
Στις επερχόμενες συνεδριάσεις, θα είναι ενδεδειγμένη η περαιτέρω προοδευτική ομαλοποίηση των επιτοκίων πολιτικής, ώστε να συγκλίνουμε προς τα εκτιμώμενα επιτόκια ισορροπίας, καθώς μεταβαίνουμε σε μία προσέγγιση όπου αποφασίζουμε για τα επιτόκια ανά συνεδρίαση.
Τόσο ο κατάλληλος χρόνος όσο και η έκταση των μεταβολών των επιτοκίων πολιτικής θα εξαρτηθούν από την εκάστοτε αξιολόγησή μας σχετικά με τους κινδύνους για τον πληθωρισμό. Οι διαταραχές στην πλευρά της προσφοράς και διαταραχές που συνδέονται με τον πόλεμο είναι πιθανόν να συνεχιστούν. Αλλά η επιβράδυνση της ζήτησης θα συμβάλει στην υποχώρηση του πληθωρισμού. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί με προσοχή όλους τους παράγοντες. Κρίνεται ενδεδειγμένη μια σταδιακή, σε διαδοχικά βήματα, προσέγγιση, δεδομένου ότι επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα και ότι ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια πολύ σημαντική δέσμευση που έχουμε αναλάβει στο Διοικητικό Συμβούλιο από τότε που ξεκινήσαμε τη σταδιακή ομαλοποίηση της πολιτικής: σε περίπτωση που εμφανιστούν νέοι κίνδυνοι κατακερματισμού, οι οποίοι θα υπονόμευαν την απρόσκοπτη μετάδοση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής μας σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το Διοικητικό Συμβούλιο ενήργησε δυναμικά σύμφωνα με αυτή τη δέσμευση.
Τον Ιούνιο εφάρμοσε ευελιξία στις επανεπενδύσεις του προϊόντος της εξόφλησης τίτλων που έχουν αποκτηθεί μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP) κατά τη λήξη τους, με σκοπό να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Αυτή είναι μια πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στους κινδύνους για τον μηχανισμό μετάδοσης που συνδέονται με την πανδημία.
Τον Ιούλιο το Διοικητικό Συμβούλιο εισήγαγε το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI). Το ΤΡΙ είναι ένα πολύ ισχυρό εργαλείο που θα στηρίξει την αποτελεσματική μετάδοση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ κατά τη διαδικασία ομαλοποίησής της.
Η ζώνη του ευρώ έχει βρεθεί στο επίκεντρο σοβαρών και αλλεπάλληλων επεισοδίων κατακερματισμού. Κατά τη γνώμη μου, ένας σημαντικός παράγοντας για αυτό είναι ότι η νομισματική μας ένωση είναι ατελής. Ελλείψει μιας ολοκληρωμένης τραπεζικής και δημοσιονομικής ένωσης και ένωσης κεφαλαιαγορών, αν δεν είχαμε υιοθετήσει το ΤΡΙ, πιθανότατα θα αντιμετωπίζαμε περαιτέρω επεισόδια κατακερματισμού στο μέλλον.
Εν κατακλείδι, παραμένουμε αποφασισμένοι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εξολοθρεύσουμε τη Λερναία Ύδρα του υψηλού πληθωρισμού, χωρίς να παραβλέπουμε τους κινδύνους για τη μετάδοση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής μας, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομική δραστηριότητα.
Σύντομες καταληκτικές παρατηρήσεις
Θα ήθελα να κλείσω με τις εξής παρατηρήσεις.
Η νομισματική πολιτική μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών αν οι διαταραχές που πλήττουν την οικονομία προέρχονται από την πλευρά της ζήτησης.
Τα τελευταία χρόνια, η ζώνη του ευρώ έχει πληγεί από μια σειρά διαταραχών. Το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι οι διαταραχές, ιδίως όσον αφορά την ζώνη του ευρώ, προέρχονται πρωτίστως από την πλευρά της προσφοράς. Αυτές οι διαταραχές της προσφοράς έχουν πολλά κεφάλια, σαν τη Λερναία Ύδρα.
Πλέουμε, αντιμέτωποι με τα κύματα του υψηλού πληθωρισμού, με πυξίδα το μεσοπρόθεσμο στόχο μας – την επιδίωξη ρυθμού πληθωρισμού 2%.
Σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία, παρακολουθούμε στενά τις μεσοπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της πληθωριστικής καταιγίδας έχουν παραμείνει κοντά στο στόχο μας, δηλ. κοντά στο 2%.
Διαμορφώσαμε την πολιτική μας κατά τρόπο ώστε η μείωση του πληθωρισμού να έχει το ελάχιστο δυνατό κόστος σε όρους προϊόντος και απασχόλησης, εφαρμόζοντας ένα πλαίσιο πολιτικής που χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή και ευέλικτη προσέγγιση.
Παραμένουμε αποφασισμένοι να αφανίσουμε τη Λερναία Ύδρα του υψηλού πληθωρισμού, χωρίς να παραβλέπουμε τους κινδύνους για τη μετάδοση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής μας, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομική δραστηριότητα.
Γι’ αυτό και αναπτύξαμε ένα σημαντικό νέο εργαλείο, το ΤΡΙ, το οποίο θα μας επιτρέψει όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε δραστικά τον πληθωρισμό αλλά και να αποτρέψουμε τυχόν απειλές κατακερματισμού.
Αισιοδοξώ ότι το τέρας του πληθωρισμού θα έχει ηττηθεί έως το τέλος του 2024.