Οι συνέπειες ενός ενδεχόμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στην Ουκρανία, για την ελληνική οικονομία, απασχόλησαν ευρεία σύσκεψη που συγκάλεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας ΔΟΣ & ΑΣ, Παναγιώτης Μίχαλος, την Τρίτη 1η Απριλίου, στην οποία συμμετείχε η Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδη.
Η Πρόεδρος του ΠΣΕ τόνισε ότι «η Ρωσία αποτελεί τον υπ’ αριθμόν 1 προμηθευτή της Ελλάδας και την 20η καλύτερη αγορά παγκοσμίως για τα ελληνικά προϊόντα. Οι εκτιμώμενες συνέπειες από την απορρύθμιση των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας θέτουν υπό αμφισβήτηση την πορεία ενίσχυσης της εξωστρέφειας της χώρας, απειλούν βασικούς παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενδυναμώνουν τάσεις ενίσχυσης του παραγωγικού και ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα και συνολικά δυναμιτίζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, σε Υπόμνημα που υπέβαλλε στο Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας, του Υπουργείου Εξωτερικών, επεσήμανε την ανάγκη εφαρμογής και εναλλακτικού σχεδίου δράσης με διμερείς συμφωνίες μεταξύ χωρών που διατηρούν ειδικούς εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, όπως η Σερβία και η Μολδαβία.
Οι επιπτώσεις της κρίσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, οι πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία αθροίζονται σε πολλά δις ευρώ, επηρεάζοντας σημαντικά πολλούς κλάδους παραγωγής προϊόντων, αλλά και τον τριτογενή τομέα, ειδικά τον τουρισμό και τις μεταφορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το διμερές εμπόριο Ελλάδας-Ρωσίας αντιστοιχεί σε περισσότερα από 6,5 δις ευρώ ετησίως, ενώ για το 2014 αναμένονταν συνολικά 1,2 εκατ. Ρώσοι τουρίστες, με τη μέση κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη, την περυσινή χρονιά να διαμορφώνεται στα 800 ευρώ. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα εισάγει από τη Ρωσία αργό πετρέλαιο, πετρελαιοειδή και φυσικό αέριο, αξίας περίπου 5 δις ευρώ το χρόνο. Συνολικά, δηλαδή, αμέσως ή εμμέσως προκύπτει ως διακύβευμα ένα ποσό της τάξης των 7,5 δις ευρώ περίπου, ήτοι το 4% του ΑΕΠ της χώρας.
Συγκεκριμένα, το 41% (περίπου 200 εκατ. Ευρώ ετησίως) των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία αφορά αγροτικά προϊόντα . Η Ρωσία -και η Ουκρανία- απορροφούν το 18% των συνολικών εξαγωγών οπωροκηπευτικών, το 50% των εξαγωγών φράουλας και σχεδόν το 25% των εξαγωγών ροδάκινου (νωπό και κομπόστα).
Από την ανάλυση του ΠΣΕ, σημαντικά προβλήματα αναμένεται να προκύψουν και στις εξαγωγές προϊόντων γούνας, που αντιστοιχούν στο 23% των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας προς τη Ρωσία, ήτοι περισσότερων των 110 εκατ. Ευρώ ετησίως, οι οποίες και συντηρούν ουσιαστικά έναν ολόκληρο κλάδο παραγωγής.
Εκτίναξη κόστους παραγωγής-ενέργειας
Σημαντικός παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αυτός της ενδεχόμενης εκτίναξης του κόστους παραγωγής. Η Ρωσία αποτέλεσε τη διέξοδο της Ελλάδας στην προμήθεια αργού πετρελαίου, μετά τις εμπορικές κυρώσεις στο Ιράν, ενώ αποτελεί και βασικό προμηθευτή της χώρας μας σε Φυσικό Αέριο. Ποσοστό άνω του 90% των συνολικών εισαγωγών από τη Ρωσία αφορά προϊόντα των κλάδων της ενέργειας, με αποτέλεσμα πιθανές κυρώσεις να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα στην προμήθεια πρώτης ύλης προϊόντων διύλισης πετρελαίου καθώς και στο φυσικό αέριο, με ότι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση του ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα.
Παράλληλα, πιθανός περιορισμός εξαγωγών από τη Ρωσία ειδικά δημητριακών και πρώτων υλών, θα εκτίνασσε το κόστος παραγωγής τροφίμων στην Ελλάδα, καθιστώντας τα λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς, αλλά και ακριβότερα για τους Έλληνες καταναλωτές, σε μία ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.