Στη δημοσιότητα έδωσε σήμερα Πέμπτη 22/9 το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή, την έκθεση του β΄τριμήνου 2022 για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, επικεφαλής του οποίου είναι ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, διορισμένος επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα η ελληνική οικονομία αντέχει και ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα ξεπεράσει τις παλαιότερες προβλέψεις που έχει κάνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού. Οι αυξημένες επιδοτήσεις φαίνεται ότι δεν θα δημιουργήσουν πρόβλημα στον προϋπολογισμό λόγω των αυξημένων φορολογικών εσόδων, που προέρχοναι από την ανάπτυξη του τουρισμού και εν γένει την αύξηση του ΑΕΠ. Έτσι, αναφέρεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί για έλλειμμα 2% δεν κινδυνεύει.
Σε ότι αφορά το χρέος ο πληθωρισμός το ευνοεί, καθώς λόγω αύξησης του ΑΕΠ, το χρέος ως ποσοστό αναμένεται να μειωθεί. Ωστόσο, ο πληθωρισμός προκαλεί σοβαρά οικονομικά προβλήματα στους ασθενέστερους και πιο συγκεκριμένα σε μισθωτούς και συνταξιούχους.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τέσσερις κίνδυνοι:
1. Η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χειροτερεύει με αυξανόμενο έλλειμμα.
2. Τα αυξανόμενα επιτόκια και πώς θα επηρεάσουν τη δυναμική του δημόσιου χρέους και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του.
3. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι υψηλές τιμές ενέργειας.
4. Η ανάδειξη του πολιτικού κινδύνου λόγω πιθανών δυσκολιών σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές.
Αναλυτικά τα βασικά σημεία της έκθεσης του β΄τριμήνου 2022 έχουν ως εξής:
Στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, το ΑΕΠ κατέγραψε ετήσια αύξηση 7,7%. Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα στις διαταραχές του ενεργειακού κόστους και του πολέμου στην Ουκρανία και όλα δείχνουν πως ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2022 θα ξεπεράσει τις συγκρατημένες προβλέψεις των αρχών του έτους, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού. Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται μειωμένο (12,6% τον Ιούλιο) σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,3% στο ίδιο διάστημα.
Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου διευρύνθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο στα 10,8 δις έναντι 7,4 δις πέρυσι. Ακόμα λιγότερο ενθαρρυντική είναι η πορεία του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Αύγουστο (εναρμονισμένος δείκτης) με αποτέλεσμα να βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού.
Η εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών παρουσιάζει αισθητή βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα καταγράφοντας μικρό πρωτογενές πλεόνασμα τον Ιούλιο. Η βελτίωση προέρχεται από την πλευρά των εσόδων – ιδίως των φορολογικών – που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον υψηλό πληθωρισμό. Οι πρόσθετες δαπάνες για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις υπερκαλύπτονται από αυτά τα πρόσθετα έσοδα και – στο βαθμό που οι δαπάνες αυτές παραμείνουν συγκρατημένες – δεν διαφαίνεται κίνδυνος για την επίτευξη του φετινού δημοσιονομικού στόχου. Επιπρόσθετα, θετική συνεισφορά στη δημοσιονομική αξιοπιστία είχαν η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ καθώς και η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ που προκαλεί η αύξηση του πληθωρισμού. Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη συνθέτουν μια σχετικά θετική εικόνα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την ελληνική οικονομία.
Τέσσερις κίνδυνοι
Ο πρώτος από αυτούς προέρχεται από τον πληθωρισμό που, παρά τη θετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αποτελεί τη βασική αιτία διάβρωσης των πραγματικών εισοδημάτων, κυρίως εκείνων που η ονομαστική τους αύξηση υπολείπεται του ρυθμού αύξησης των τιμών. Πρόκειται ουσιαστικά για τους μισθούς, τις συντάξεις και επιχειρηματικά εισοδήματα σε κλάδους που αδυνατούν να προσαρμόσουν τις τιμές τους στο γενικό επίπεδο. Αυτή η συνθήκη θέτει ένα δίλημμα πολιτικής αναφορικά με την αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων ώστε να καλύψουν τις αυξήσεις των τιμών. Από τη μια πλευρά, η γενικευμένη αύξηση των μισθών (πέρα από την άνοδο του κατώτατου μισθού) θα ανατροφοδοτούσε τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ από την άλλη πλευρά η μη αύξησή τους περιορίζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Θα πρέπει, επομένως, να σταθμιστούν οι συνέπειες και να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπούν οι εισοδηματικές
απώλειες, ιδίως στους χαμηλόμισθους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πληθωριστική ανατροφοδότηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον υψηλό πληθωρισμό. Ενώ τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, η ΕΚΤ προχώρησε πρόσφατα σε δεύτερη αύξηση του βασικού της επιτοκίου, ευθυγραμμιζόμενη με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών. Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν σχετικά ευνοημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την πρωτοβουλία της ΕΚΤ μέσω του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument - TPI). Η κύρια ανησυχία αφορά την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στη δυναμική του δημόσιου χρέους και στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Όπως είναι γνωστό, το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος εξαρτάται θετικά από το τρέχον ύψος του χρέους και το επιτόκιο και αρνητικά από τον ρυθμό μεγέθυνσης και τον πληθωρισμό. Αν οι παραδοχές στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) είναι τέτοιες που απαιτούν υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα μας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική της στρατηγική.
Ένας τρίτος κίνδυνος συνδέεται με τις αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν καταναλωτικές αλλά και επενδυτικές αποφάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό και να επιβραδύνει την ανοδική πορεία της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Στο ίδιο πλαίσιο μια ενδεχόμενη ταχύτερη επιβράδυνση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων αναμφίβολα θα επιδρούσε αρνητικά στις εμπορικές και ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Ο τέταρτος, τέλος, κίνδυνος είναι πολιτικός και συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο.
Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος είναι κυρίαρχες και δεν μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί. Ωστόσο, οι πολιτικές επιλογές παράγουν οικονομικά αποτελέσματα που δεν εξαρτώνται μόνο από τη βούληση του εκλογικού σώματος αλλά και από τις συνθήκες και τους μηχανισμούς του οικονομικού περιβάλλοντος που θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνονται υπόψη.