Πάνω από 20.000 φορολογούμενοι έχουν κατεβάσει την εφαρμογή appodixi στα κινητά τους για να σκανάρουν τη γνησιότητα αποδείξεων και ήδη -σύμφωνα με πληροφορίες -έχουν γίνει
2.000 επώνυμες και ανώνυμες καταγγελίες στην ΑΑΔΕ τις πρώτες 48 ώρες λειτουργίας της νέας εφαρμογής. Ο έλεγχος των αποδείξεων έδειξε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η απόδειξη εκδόθηκε από νόμιμη και δηλωμένη ταμειακή μηχανή, αλλά δεν είχε διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ.
Στη συνέχεια, Θα γίνει επιλογή των «ύποπτων» υποθέσεων και εν συνεχεία θα ξεκινήσουν έλεγχοι για να διαπιστωθεί αν υπάρχει και σε ποια έκταση φορολογική παράβαση.
Για τον λόγο αυτό οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σπεύσουν να διαβιβάσουν στην ΑΑΔΕ τα στοιχεία για όλες τις αποδείξεις που έχουν εκδώσει για να μην βρεθούν αντιμέτωπες με πρόστιμα και κυρώσεις από τις 31 Οκτωβρίου 2022. Αν βεβαιωθεί ότι η απόδειξη δεν είναι αυθεντική και η αναφορά στην ΑΑΔΕ είναι επώνυμη, τότε με τη βεβαίωση του προστίμου ο φορολογούμενος που καταγγέλλει την παράβαση θα λαμβάνει χρηματική αμοιβή. Το ποσό που θα επιστρέφεται στο φορολογούμενο θα είναι πολλαπλάσιο της αξίας της απόδειξης με ανώτατο όριο τα 1.500 – 2.000 ευρώ. Το ακριβές ύψος του μπόνους θα καθοριστεί με διάταξη που θα κατατεθεί στη Βουλή τις επόμενες ημέρες.
Πως λειτουργεί η νέα εφαρμογή:
1. Ο χρήστης ανοίγει την εφαρμογή και μέσω της κάμερας του κινητού, «σκανάρει» την κωδικό QR της απόδειξης.
2. Ανάλογα με την κατάσταση της απόδειξης, η εφαρμογή παράγει τα εξής μηνύματα:
– Η απόδειξη έχει διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ. Στην περίπτωση αυτή, εμφανίζονται τα στοιχεία της απόδειξης (αριθμός ταμειακής, ΑΦΜ επιχείρησης, αριθμός απόδειξης, ημερομηνία και ώρα έκδοσης της συναλλαγής, αξία συναλλαγής ΦΠΑ και στις συναλλαγές με πρατήρια καυσίμων, την ποσότητα και το είδος του καυσίμου). Στην περίπτωση αυτή, ελέγχεται εάν τα στοιχεία που εμφανίζονται στην εφαρμογή είναι τα ίδια με αυτά που εμφανίζονται στην απόδειξη. Εάν δηλαδή η αξία που αναγράφεται στην απόδειξη είναι ίδια με την αξία που έχει διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ. Εάν υπάρχει διαφορά, αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα έχει γίνει επέμβαση στον φορολογικό μηχανισμό της επιχείρησης, ώστε άλλο ποσό να εμφανίζει στην απόδειξη στον πελάτη και άλλο, μικρότερο, ποσό να διαβιβάζει στην ΑΑΔΕ.
– Η ταμειακή είναι δηλωμένη, αλλά η απόδειξη δεν έχει ακόμα διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ. Στην περίπτωση αυτή, αναφέρεται η ημερομηνία και ώρα πέραν την οποίας η απόδειξη θα έπρεπε να έχει διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ. Εάν η απόδειξη έχει εκδοθεί πριν από το χρονικό σημείο αυτό, υποδεικνύεται η αναφορά για μη διαβίβαση της απόδειξης.
– Ο κωδικός QR δεν μπορεί να διαβαστεί ή ότι η ταμειακή δεν είναι δηλωμένη ή δεν είναι ενεργή. Στην περίπτωση αυτή υποδεικνύεται η υποβολή αναφοράς στην εφαρμογή.
Εφόσον ο χρήστης επιλέξει να αναφέρει την απόδειξη, καλείται να κάνει τα εξής:
1. Να τραβήξει φωτογραφία της απόδειξης.
2. Να εισαγάγει τον λόγο αναφοράς, υπό μορφή πεδίου Λίστας Επιλογών (με δυνατότητα επιλογής μιας τιμής).
3. Να προσθέσει όποιες παρατηρήσεις θέλει.
4. Να επιλέξει αν θα πραγματοποιήσει ανώνυμη ή επώνυμη καταγγελία.
Εν τω μεταξύ, παρατείνεται η προθεσμία για την ενεργοποίηση των προστίμων σε περίπτωση μη διαβίβασης των λιανικών πωλήσεων στην ΑΑΔΕ. Ειδικότερα οι κυρώσεις για τη μη διαβίβαση δεδομένων στοιχείων λιανικής πώλησης, που εκδίδονται μέσω Φορολογικού Ηλεκτρονικού Μηχανισμού (Φ.Η.Μ.) από τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις ισχύουν για παραβάσεις που διαπράττονται από τις 31 Οκτωβρίου αντί την 1η Οκτωβρίου που προέβλεπε η αρχική διάταξη.
Η διάταξη ορίζει ότι σε περίπτωση διαπίστωσης μη διαβίβασης στην ΑΑΔΕ των στοιχείων που εκδίδονται από την ταμειακή μηχανή επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:
Σε περίπτωση πράξεων που επιβαρύνονται με ΦΠΑ, πρόστιμο ύψους ίσου με το 50% επί του ΦΠΑ που αναγράφεται επί του κάθε μη διαβιβασθέντος στοιχείου. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των 250 ευρώ, αν η οντότητα είναι υπόχρεη τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των 500 ευρώ, αν η οντότητα είναι υπόχρεη τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Σε περίπτωση πράξεων που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, πρόστιμο ύψους 500 ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, εφόσον ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και 1.000 ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.
Σε περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης που διαπιστώνεται, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του ύψους του προβλεπόμενου προστίμου.