Της Δήμητρας Μανιφάβα
Μέτρα για τη μείωση της πρόσληψης από τους Ευρωπαίους καταναλωτές trans-λιπαρών οξέων τα οποία περιλαμβάνονται σε πολλά τρόφιμα αναζητεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέρα από την προστασία της δημόσιας υγείας, η αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος θα έχει και οικονομικό όφελος. Κι αυτό διότι σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν, η οποία δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες, η υψηλή κατανάλωσης trans-λιπαρών οξέων ενοχοποιείται για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου.
Σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς στη στεφανιαία νόσο οφείλονται περίπου 660.000 θάνατοι ετησίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή το 14% περίπου του συνολικού ποσοστού θνησιμότητας. Το κόστος που συνδέεται με τη στεφανιαία νόσο εκτιμάται ότι αναλογεί στο 0,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), κάτι το οποίο μεταφράζεται σε 58,75 δισ. ευρώ ενώ το κόστος που συνδέεται με την υγειονομική περίθαλψη ανέρχεται στο 2,9% του συνολικού κόστους της υγειονομικής περίθαλψης, ήτοι 36,42 δισ. ευρώ.
Τα παραδείγματα προϊόντων στα διάφορα κράτη μέλη τα οποία διαπιστώθηκε ότι περιέχουν trans-λιπαρά οξέα σε σημαντικές ποσότητες αφορούν κυρίως τρόφιμα που περιέχουν βιομηχανικά trans-λιπαρά οξέα: λίπος για τηγάνισμα και για βιομηχανική χρήση, στικ μαργαρίνης, μαργαρίνη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, προϊόντα αρτοποιίας, μπισκότα, γκοφρέτες, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, περιλαμβανομένων εκείνων με επικάλυψη κακάο όπως το επικαλυμμένο διογκωμένο ρύζι, σούπες και σάλτσες. Επίσης, σημαντικές πηγές trans-λιπαρών οξέων είναι τα έτοιμα για κατανάλωση τρόφιμα, τα τηγανητά προϊόντα, ενώ τα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και το κρέας που προέρχεται από μηρυκαστικά ζώα (π.χ. Κατσικίσιο) αποτελούν φυσικές πηγές πρόσληψης trans-λιπαρών οξέων.
Στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος, κάτι που πλέον αποτελεί ζητούμενο και είναι ο λόγος πίσω από τη σχετική κινητοποίηση. Κι αυτό διότι υπάρχουν διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες, έντονες κοινωνικές ανισότητες -τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα καταναλώνουν συχνότερα τροφές με βιομηχανικά trans-λιπαρά οξέα- αλλά φυσικά και τα συμφέροντα της βιομηχανίας τροφίμων. Έτσι, για παράδειγμα υπάρχουν χώρες, όπως η Δανία και η Αυστρία που έχουν θεσπίσει συγκεκριμένο όριο περιεκτικότητας σε trans-λιπαρά για τα τρόφιμα και η υπέρβασή του συνιστά παράβαση. Σε άλλες περιπτώσεις προβλέπεται εθελοντική επισήμανση των προϊόντων.
Τα κυριότερα πιθανά μέσα για τη μείωση της κατανάλωσης trans-λιπαρών οξέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσαν να είναι η εισαγωγή υποχρεωτικής δήλωσης της περιεκτικότητας των τροφίμων σε trans-λιπαρά οξέα, νόμιμου ορίου περιεκτικότητας των τροφίμων σε trans-λιπαρά οξέα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, εθελοντικές συμφωνίες με στόχο τη μείωση των trans-λιπαρών οξέων στα τρόφιμα και τη διατροφή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για νόμιμα όρια περιεκτικότητας των τροφίμων σε trans-λιπαρά οξέα σε εθνικό επίπεδο. Εναλλακτικά, η πρωτοβουλία θα μπορούσε να αφεθεί σε εθνικό επίπεδο και/ή σε εθελοντικές προσπάθειες για τη μείωση των trans-λιπαρών οξέων.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες νομικές διατάξεις, οι καταναλωτές μπορούν να πληροφορηθούν από την επισήμανση των συστατικών ότι ένα προϊόν περιέχει μερικώς υδρογονωμένα έλαια, και κατά συνέπεια, ότι το προϊόν μπορεί να περιέχει trans-λιπαρά οξέα. Αυτό ωστόσο δεν επιτρέπει την ακριβή εκτίμηση της πραγματικής περιεκτικότητας του προϊόντος σε trans-λιπαρά οξέα και ισχύει μόνο για τα προσυσκευασμένα τρόφιμα. Επίσης, ο αντίκτυπος στη συμπεριφορά των καταναλωτών εξαρτάται τελικά από το επίπεδο της κατανόησης εκ μέρους των καταναλωτών (το οποίο σήμερα είναι χαμηλό) των κινδύνων που παρουσιάζουν τα trans-λιπαρά οξέα και της διαφοράς μεταξύ των πλήρως και των μερικώς υδρογονωμένων ελαίων.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν η ανάληψη μεμονωμένης δράσης εκ μέρους των κρατών μελών μπορεί, ασφαλώς, να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της πρόσληψης trans-λιπαρών οξέων, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα κανονιστικών ρυθμίσεων οι οποίες θα θέσουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς.
Στην έκθεση της Κομισιόν εξετάζονται τα πιθανά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος και κυρίως οι πιθανές επιπτώσεις τους:
-Υποχρεωτική δήλωση περιεκτικότητας σε trans-λιπαρά οξέα.
Η υποχρεωτική επισήμανση των trans-λιπαρών οξέων θα εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: i) θα προσέφερε κίνητρα στη βιομηχανία για τη μείωση των trans-λιπαρών οξέων στα τρόφιμα και ii) θα έδινε τη δυνατότητα στους καταναλωτές να κάνουν πιο συνειδητές επιλογές. Εάν η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών είναι χαμηλή, η υποχρεωτική επισήμανση των trans-λιπαρών οξέων είναι πιθανόν να έχει περιορισμένο αντίκτυπο. Οι παραγωγοί είναι πιθανόν επίσης να νιώσουν σχετική πίεση για την ανασύνθεση των προϊόντων. Επιπλέον, η κατανόηση της επισήμανσης των trans-λιπαρών οξέων εκ μέρους των καταναλωτών έχει αποδειχθεί ότι είναι χαμηλή, ενώ η υποχρεωτική επισήμανση των trans-λιπαρών οξέων θα έκανε πολυπλοκότερη τη διαδικασία επιλογής τροφίμων κατά την οποία θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη μια σειρά διατροφικών στοιχείων. Έτσι, είναι πιθανόν να περιοριζόταν η ικανότητα των καταναλωτών να αναγνωρίσουν το πιο υγιεινό προϊόν.
Επιπλέον, οι επιλογές των καταναλωτών θα επηρεαστούν όχι μόνο από τις πληροφορίες που θα παρέχει η ετικέτα, αλλά και από τις πιθανές διαφορές τιμών μεταξύ των προϊόντων με νέα σύνθεση και άλλων φθηνότερων εναλλακτικών λύσεων. Οι πληθυσμοί με χαμηλό εισόδημα είναι πολύ πιθανότερο να καταναλώνουν τα φθηνότερα προϊόντα (με υψηλή περιεκτικότητα σε trans-λιπαρά οξέα)· κάτι τέτοιο θα διεύρυνε τις ανισότητες στην υγεία (αλλά δεν επιδείνωνε τα αποτελέσματα για την υγεία για τις πιο ευάλωτες ομάδες συγκριτικά με ένα σενάριο καμίας αλλαγής πολιτικής).
Τέλος, αν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα και επιθυμούσαν να καθορίσουν εθνικά νόμιμα όρια, θα παρέμενε ο κίνδυνος να αυξηθεί ο κατακερματισμός της ενιαίας αγοράς.
-Νόμιμο όριο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιεκτικότητα των τροφίμων σε βιομηχανικά trans-λιπαρά οξέα
Η καθιέρωση νόμιμου ορίου αναμένεται να επιτύχει τη μεγαλύτερη μείωση της πρόσληψης βιομηχανικών trans-λιπαρών οξέων, επειδή η σταδιακή κατάργηση προϊόντων που περιέχουν υψηλά επίπεδα βιομηχανικών trans-λιπαρών οξέων από την αγορά θα μπορούσε να είναι ολοκληρωτική και να ισχύσει για όλα τα προϊόντα, προσυσκευασμένα και μη συσκευασμένα. Επιπλέον, εκτιμάται ότι η θέσπιση ενός εναρμονισμένου νόμιμου ορίου για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ελαχιστοποιούσε ή ακόμη και θα απάλειφε τον κίνδυνο του (περαιτέρω) κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς από τις επιλογές ρυθμιστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο.
-Εθελοντικές συμφωνίες για τη μείωση των βιομηχανικών trans-λιπαρών οξέων στα τρόφιμα και τη διατροφή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αποτελεσματικής εθελοντικής ανασύνθεσης προϊόντων από υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων, είτε με συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα είτε όχι. Συχνά αναφέρεται η περίπτωση των Κάτω Χωρών για την επιτυχημένη εθελοντική και αυτορρυθμιζόμενη από την πλευρά των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων μείωση των trans-λιπαρών οξέων. Η επιτυχία της προσέγγισης αυτής φαίνεται ότι εξαρτάται από τη χώρα και τον βαθμό δημόσιας δέσμευσης και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων. Ωστόσο, τα κίνητρα των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων για να συμμορφωθούν με τις εθνικές πολιτικές μείωσης των trans-λιπαρών οξέων θα είναι μάλλον περιορισμένα, αν θα πρέπει να ανταγωνιστούν σε άλλα μέρη της αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες επιχειρήσεις οι οποίες θα προσφέρουν ελαφρώς φθηνότερα προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε trans-λιπαρά οξέα.
-Ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θέσπιση εθνικών νόμιμων ορίων σχετικά με την περιεκτικότητα των τροφίμων σε trans-λιπαρά οξέα.
Οι συνέπειες μπορεί να αναμένεται ότι θα είναι παρόμοιες όπως και στην περίπτωση στην οποία δεν θα αναληφθεί καμία δράση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη διαφορά ότι θα μετριαζόταν ο κίνδυνος να αυξηθεί ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς.