Η επέλαση του δολαρίου σε ιστορικά υψηλά σαρώνει τα ανταγωνιστικά του νομίσματα, με το ευρώ και τη βρετανική λίρα (στερλίνα) να σημειώνουν νέα χαμηλά πολλών δεκαετιών την Παρασκευή.
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα υποχωρούσε 1% στα πιο αδύναμα επίπεδά του από το 2002, ενώ η βρετανική λίρα υποχωρούσε έως και 2,1%, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 37 ετών, ευρισκόμενη σε τροχιά για τη χειρότερη εβδομάδα από τις αρχές Μαΐου. Αυτό συμβαίνει καθώς ο δείκτης του δολαρίου έναντι ενός καλαθιού διεθνώς ανταγωνιστικών του νομισμάτων άγγιξε ακόμη ένα υψηλό όλων των εποχών, με τους traders να επικεντρώνονται στην αυξανόμενη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες ή περιφέρειες ανά τον κόσμο.
Στο τέλος μιας εβδομάδας γεμάτης με συνεδριάσεις κεντρικών τραπεζών και ακόμη και μια "επιδρομή" της Ιαπωνίας στην αγορά συναλλάγματος για να επιβραδύνει το selloff στο γιεν, η τελευταία αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης από την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) υπογράμμισε το προβάδισμά της στην πραγματοποίηση απότομων αυξήσεων προκειμένου να χαλιναγωγήσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Συγκριτικά, η αύξηση από πλευράς της κεντρικής τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης την Πέμπτη έδειξε ότι θα ακολουθούσε μια προσέγγιση αναμονής για τις πληθωριστικές πιέσεις τους επόμενους μήνες, ενώ ακόμη και μια σύσφιγξη κατά 100 μονάδες βάσης από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας δεν κατάφερε να στηρίξει το νόμισμά της χώρας, δεδομένης μιας χαμηλότερης προοπτικής για τα επιτόκια τους επόμενους μήνες.
"Καμία κεντρική τράπεζα αυτή την εβδομάδα δεν ξεπέρασε τη Fed όσον αφορά τα επιτόκια", δήλωσε ο Geoffrey Yu, ανώτερος στρατηγικός αναλυτής FX στην Bank of New York Mellon. "Πρόκειται για τα ποσοστά των επιτοκίων και η αγορά το βλέπει εξαιρετικά απλά. Συμβαίνουν πολλά αυτή τη στιγμή, αλλά, σε τελική ανάλυση, ποια είναι η πιο επιθετική κεντρική τράπεζα; Η Fed".
Το ελβετικό φράγκο έχει υποχωρήσει περισσότερο από 1% έναντι του δολαρίου από τη στιγμή που η άνοδος των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης της κεντρικής Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας την Πέμπτη απογοήτευσε ορισμένους στην αγορά που στοιχημάτιζαν σε μια ακόμη μεγαλύτερη αύξηση. Η νορβηγική κορώνα υποφέρει επίσης, με τη Norges Bank να ενώνεται με άλλους φορείς χάραξης πολιτικής και να φαίνεται πιο προσεκτική σχετικά με τις επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων σε σύγκριση με τη Fed.
Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν τα επιτόκια από τα τέλη του 2021 και έχουν αυστηροποιήσει την νομισματική τους πολιτική με διαφορετικές ταχύτητες και σε διάφορα μεγέθη για να αποτρέψουν τις συνεχιζόμενες πιέσεις στις τιμές. Η Fed ξεκίνησε τον κύκλο αυξήσεών της τον Μάρτιο, αργότερα από την BoE, ωστόσο οι επιθετικές αυξήσεις της ανέβασαν το επιτόκιό της στο 3,25%, σε σύγκριση με το 2,25% της BOE. Έχοντας αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια μόλις τον Ιούλιο, τα επίσημα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) βρίσκονται στο "ασήμαντο" από άποψη σύσφιγξης 1,25%.
Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα αδιάκοπο selloff του ευρώ, της στερλίνας και άλλων νομισμάτων, καθώς οι κεντρικές τους τράπεζες θεωρείται ότι μένουν πίσω σε σχέση με την αποφασιστικότητα της Fed να τιθασεύσει τον πληθωρισμό με κάθε κόστος, ακόμη και με τίμημα μια οικονομική επιβράδυνση. Ο μεγαλύτερος χαμένος έχει υπάρξει το ιαπωνικό γιεν, το οποίο έχει υποχωρήσει σχεδόν 20% έναντι του δολαρίου μέχρι στιγμής μέσα στο 2022, καθώς τα επίμονα χαμηλά επιτόκια της Ιαπωνίας έχουν ωθήσει τους επενδυτές να το εγκαταλείψουν ως νόμισμα χαμηλής απόδοσης.
Μια μικρή ομάδα χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Ινδίας, έχουν παρέμβει στην αγορά συναλλάγματος για να υπερασπιστούν τα νομίσματά τους έναντι της ισχύος του δολαρίου, ωστόσο αυτό έχει αποδειχθεί μάταιο, καθώς ακόμη και οι προσπάθειες αγοράς συναλλάγματος από χώρες με τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα φαίνεται ότι να μην επηρεάζουν μια αγορά που κλίνει προς την κυριαρχία του δολαρίου.
"Το δολάριο διαπραγματεύεται ήδη με τεράστιο ασφάλιστρο κινδύνου προσελκύοντας παγκόσμιες εισροές ασφαλούς καταφυγίου", αναφέρει ο Βαλεντίν Μαρίνοφ, επικεφαλής στρατηγικής νομισμάτων G-10 στην Credit Agricole, σε σημείωμά του. "Η ικανότητα άλλων νομισμάτων της G-10 να διατηρήσουν τη θέση τους από εδώ και πέρα θα εξαρτηθεί περαιτέρω από την αξιοπιστία της δέσμευσης των αντίστοιχων κεντρικών τους τραπεζών να ακολουθήσουν την επιθετικότητα της Fed ή να υπερασπιστούν τα νομίσματά τους".