Σχετικά ασφαλής είναι η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, όπως αυτός αναφέρεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Ωστόσο επισημαίνει υπάρχουν ωστόσο σημαντικές αβεβαιότητες που προέρχονται τόσο από τις μακροοικονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας όσο και από τις τιμές των καυσίμων και ιδιαίτερα του φυσικού αερίου.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την προβλεπόμενη άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,3%, των επενδύσεων κατά 16% και των εξαγωγών 1,8%.
Και αυτό διότι, όπως σημειώνει και οι τρεις συνιστώσες μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά από την ενδεχόμενη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και τις πιθανές απώλειες αγοραστικής δύναμης στους εμπορικούς εταίρους, είτε λόγω επιβράδυνσης/ύφεσης είτε λόγω πληθωρισμού.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι, αν ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι χαμηλότερος του αναμενόμενου, θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες στα δημόσια έσοδα, φορολογικά και ασφαλιστικά.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει επίσης ότι πιο σημαντικός, είναι ο κίνδυνος από υψηλότερες του αναμενόμενου αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος που θα εντείνουν τις ανάγκες εισοδηματικών ενισχύσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να ανατρέψει τις σχετικές προβλέψεις δαπανών και να επιδεινώσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Σημειώνεται επίσης, ότι σε αυτή την περίπτωση, «θα πρέπει, συνεπώς, να υπάρχει ετοιμότητα ώστε, εάν προκύψουν πρόσθετες ανάγκες δαπανών πλέον του 1 δις του ειδικού αποθεματικού, να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα που θα διασφαλίζουν τον δημοσιονομικό στόχο. Τέτοια μέτρα μπορούν είτε να είναι γενικά, όπως μια μείωση δαπανών ή αύξηση εσόδων σε άλλες κατηγορίες, είτε ειδικά στην αγορά ενέργειας, όπως μια αύξηση της φορολογίας των κερδοφόρων επιχειρήσεων ή, ισοδύναμα, μια μείωση στο πλαφόν της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος».
Αναφερόμενο το Γραφείο στον υψηλό πληθωρισμό εκτιμά ότι «ναι μεν λειτουργεί και ευνοϊκά, τόσο στα δημόσια έσοδα όσο και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ωστόσο, η ανοδική πορεία των επιτοκίων θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και να δυσχεράνει την υλοποίηση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που δημιουργούν οι διεθνείς συνθήκες καθιστούν ιδιαίτερα κρίσιμη τη διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας μας ώστε να αποφύγει τις χειρότερες συνέπειες της διεθνούς οικονομικής αναταραχής».
Τέλος σημειώνει ότι το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 εκτιμάται σε 3,6 δισ. ευρώ (1,7% ΑΕΠ) και είναι αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με το 2021 (9,1 δισ. ευρώ ή 5% ΑΕΠ). Η βελτίωση αυτή εκτιμάται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σε 5,5 δισ. ευρώ ή 3,3 μονάδες ΑΕΠ., ενώ για το 2023 ο στόχος είναι πρωτογενές πλεόνασμα 1,6 δισ. ευρώ (0,7% ΑΕΠ) που αντιστοιχεί σε επιπλέον βελτίωση, σε σχέση με το τρέχον έτος, της τάξης των 5,2 δισ. ευρώ (2,4 μονάδες ΑΕΠ).