Όσο καλά τα πάει ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης στο κομμάτι των επενδύσεων, αφού πολλές πρωτοβουλίες του συνέβαλλαν στο να λυθούν σημαντικά χρόνια προβλήματα διευκολύνοντας αρκετές επενδύσεις, τόσο άσχημα είναι τα πράγματα στο κομμάτι του πληθωρισμού.
Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός ούτε να κάνεις τις προβλέψεις «τύπου Άδωνι», γιατί είναι σίγουρο ότι θα πέσεις έξω , όπως έχει συμβεί με τις προβλέψεις του υπουργού Ανάπτυξης που αφορούν στο επίπεδο των τιμών.
Από το Μάιο του 2021 η άνοδος των τιμών
Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) τα δείχνει και τα λέει όλα. Για όλα τα αγαθά και τις κατηγορίες αγαθών. Και τα έδειχνε πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, όταν οι τιμές ενεργειακών αγαθών είχαν πάρει αύξουσα πορεία. Αυτός ο δείκτης αυξάνεται κάθε μήνα από το Μάιο του 2021! Τότε, ουδείς έδινε σημασία ενώ ο αρμόδιος υπουργός μιλούσε για παροδικό φαινόμενο με ημερομηνία λήξης.
Πλέον το 12,1% του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή το Σεπτέμβριο (η τιμή δόθηκε από τη Eurostat ενώ η ΕΛΣΤΑΤ θα ανακοινώσει τον Εθνικό και τον Εναρμονισμένο Δείκτη Καταναλωτή του Σεπτεμβρίου την Δευτέρα 10 Οκτωβρίου), δεν αφήνει περιθώρια στον υπουργό να μην κάνει κάτι, αφού συνολικά η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει κάνει κάτι για να ανακόψει την πορεία του πληθωρισμού, αλλά τον χρηματοδοτεί. Μέσω της αύξησης του πληθωρισμού αυξάνονται τα έσοδα από φόρους και μειώνεται η σχέση του χρέους προς ΑΕΠ.
Μπροστά σε αυτόν τον τοίχο του πληθωρισμού, ο υπουργός και οι σύμβουλοί του σκέφτηκαν ένα τέχνασμα για να μπορέσει ο υπουργός να επικοινωνήσει κάποια σταθερότητα ή και μειώσεις τιμών τους επόμενους μήνες.
Το ανομοιογενές καλάθι των σούπερ μάρκετ
Έτσι, ανακοίνωσε τη συμφωνία με τα σούπερ μάρκετ (αλυσίδες καταστημάτων με έσοδα ώνα των 90 εκατ. ευρώ ετησίως) για την παρακολούθηση των τιμών ενός καλαθιού 50 προϊόντων το οποίο θα διαμορφωθεί κατά βούληση από τα σούπερ μάρκετς και θα είνaι διαφορετικό για κάθε ένα από αυτά.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εργαλείο μάρκετινγκ έτσι ώστε το κάθε σούπερ μάρκετ να δείξει στον καταναλωτή ότι συγκρατεί τις τιμές. Έτσι και ο υπουργός θα πανηγυρίζει, ακόμα κι αν οι τιμές του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ αυξάνονται.
Το καλάθι αυτό εκτός από την ανομοιογένειά του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ ο οποίος αποτελεί μέτρο σύγκρισης σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Με το καλάθι που θα διαμορφώσουν τα σούπερ μάρκετς τίθεται το ερώτημα: Θα υπάρχει μέτρο σύγκρισης προηγούμενων περιόδων;
Σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο Αδωνις Γεωργιάδης, το καλάθι θα σχηματιστεί από κάθε σούπερ μάρκετ εντός του Οκτωβρίου. Συνεπώς, ο «χρόνος μηδέν» (t0) του συγκεκριμένου καλαθιού θα είναι ο Οκτώβριος και θα μπορεί να συγκριθεί με τους επόμενους μήνες, τον Νοέμβριο του 2022, τον Δεκέμβριο 2022 κοκ.
Το ερώτημα είναι εάν το καλάθι αυτό θα μπορεί συγκριθεί με τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή τον Αύγουστο του 2022, τον Ιούλιο του 2022, τον Ιούνιο του 2022 ή με τους αντίστοιχους μήνες του 2021; Η απάντηση είναι μάλλον όχι, γιατί αντίστοιχο καλάθι δεν υπάρχει ούτε ανακοινώθηκε προηγούμενος χρόνος αναφοράς και προσαρμογής για λόγους σύγκρισης.
Επίσης, υπάρχουν άλλα ερωτήματα: Τί είδους προϊόντα και συσκευασίες θα μπούν στο καλάθι αφού κάθε σούπερ μάρκετ θα σχηματίσει το δικό του καλάθι;
Και ναι μεν μπορεί όλα τα σούπερ μάρκετ να συμπεριλάβουν τις ίδιες κατηγορίες προϊόντων, π.χ. ζυμαρικά, αλεύρι, οπωροκηπευτικά, κλπ, αλλά το ερώτημα είναι τί είδος συσκευασίες θα χρησιμοποιήσουν, τί ποσότητες θα συμπεριλάβουν;
Για παράδειγμα, ένα σούπερ μάρκετ θα μπορεί να κάνει μία συμφωνία με μία οποιαδήποτε βιομηχανία για να έχει ένα συγκεκριμένο προϊόν, σε συγκεκριμένη συσκευασία, συγκεκριμένη ποσότητα, σε συγκεκριμένη τιμή για ένα χρόνο; Και ταυτόχρονα ένα άλλο σούπερ μάρκετ θα μπορεί να κάνει μία αντίστοιχη αλλά όχι ολόιδια συμφωνία;
Σε αυτή την περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι η τιμή δεν θα αλλάξει!
Ετσι δεν θα μπορεί ο καταναλωτής να συγκρίνει ανάμεσα σε ομοειδή καλάθια παρά θα μπορεί θα παρακολουθεί την πορεία μόνο του κάθε καλαθιού ξεχωριστά, όπως το κάθε σούπερ μάρκετ το έχει διαμορφώσει και θα υποδεικνείει. Και προφανώς για να έχει την συμπάθεια των καταναλωτών και την καλή μαρτυρία ότι η πρωτοβουλία του υπουργού πέτυχε, θα συγκρατήσει - θέλει δεν θέλει - τις τιμές.
Οι τιμές των καυσίμων και της ενέργειας
Η ευχή του γράφοντος είναι οι τιμές να πέσουν, αλλά όπως πολύ σωστά και ο υπουργός γνωρίζει, οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν εάν δεν υποχωρήσουν οι τιμές της ενέργειας και των καυσίμων. Η άνοδος των τιμών σε αυτά τα αγαθά αφαιρεί εισόδημα από τους πολλούς με δύο τρόπους: συμπαρασύρει υψηλότερα το κόστος παραγωγής όλων των προϊόντων και αναγκάζει τα νοικοκυριά να δαπανήσουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος για την άμεση χρήση τους (θέρμασνη, μετακίνηση, φωτισμός κλπ).
Κι εδώ έρχεται το άλλο μεγάλο τέχνασμα της κυβέρνησης, που αφορά α) την χρηματοδότηση των υψηλών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και β) την ανοχή στη διαμόρφωση ιστορικών υψηλών περιθωρίων κέρδους από τα διυλιστήρια.
Οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας χρέωσαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο πολύ υψηλότερες τιμές από αυτές που διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής τους, αφού το κράτος έσπευσε να χρηματοδοτήσει μέρος της διαφοράς αυτής.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι ο πληθωρισμός που προέρχεται από τα ενεργειακά προϊόντα είναι σύμμαχος της κυβέρνησης αφού αυξάνει τα φορολογικά έσοδα μέσω του ΦΠΑ και μέσω των φόρων επί των κερδών των εταιρειών. Κι έτσι απλώς συντελείται άλλη μία αναδιανομή εισόδηματος από τους πολλούς (καταναλωτές και επιχειρήσεις) προς τους λίγους.
«Πόλεμος» για τους πολλούς, κέρδη για λίγους
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαμβάνει συχνά – πυκνά ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο. Οπότε το ερώτημα που έρχεται σε κάθε καλόπιστο πολίτη – καταναλωτή, είναι γιατί κάποιες ελάχιστες εταιρείες να βγάζουν υπερκέρδη λόγω αυτού του πολέμου, όταν μάλιστα δραστηριοποιούνται σε ολιγοπωλιακές αγορές χωρίς ουσιαστικό ανταγωνισμό;
Η δήλωση του προέδρου της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος Ιωάννη Μασούτη είναι χαρακτηριστική κι ας αφυπνίσει έστω κι αργά την κυβέρνηση:
«Χρειάζεται να γίνει έλεγχος στους παρόχους ενέργειας. Δεν έχουν πού να κρύψουν τα κέρδη τους. Από την άλλη εξαφανίζουν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Το θέμα της ενέργειας καίει όλη την επιχειρηματική κοινότητα η οποία κινδυνεύει σχεδόν σε όλους τους κλάδους να απωλέσει την κερδοφορία της».