Η οικονομική γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt» δημοσίευσε σήμερα ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στα «πρόσωπα της χρονιάς», επιλέγοντας πολιτικούς ή επιχειρηματίες που, κατά την άποψή της, ξεχώρισαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Η ηλεκτρονική έκδοση της Deutsche Welle μετέφρασε και ανέβασε στην ιστοσελίδα της το άρθρο.
Η «Handelsblatt» αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο σε όσους απογοήτευσαν περισσότερο ή διέψευσαν τις προσδοκίες που καλλιέργησαν.
Μεταξύ των ονομάτων που περιλαμβάνονται στο αφιέρωμα είναι και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Στο δίστηλο που αφιερώνει στον πρωθυπουργό γράφει χαρακτηριστικά ότι «η απόσταση ανάμεσα στις υποσχέσεις και στην πραγματικότητα πουθενά αλλού δεν είναι μεγαλύτερη από ότι στην Ελλάδα».
Οι συντάκτες του δημοσιεύματος υπενθυμίζουν πως ο Έλληνας πρωθυπουργός εξελέγη υποσχόμενος, μεταξύ άλλων, την εκδίωξη της τρόικας, την ακύρωση της δανειακής σύμβασης, αυξήσεις στις συντάξεις και επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 1.300 ευρώ. Η πραγματικότητα σήμερα είναι διαφορετική: «Η οικονομία είναι σε καθοδική πορεία. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να παρακαλέσει τους Ευρωπαίους εταίρους για νέα δάνεια και να αποδεχθεί νέες περικοπές, ώστε να αποτρέψει την απειλούμενη χρεοκοπία. Οι συντάξεις μειώνονται περαιτέρω, το άχθος του χρέους γίνεται όλο και βαρύτερο».
Την ίδια αντιμετώπιση επιφυλάσσει και για τον Έλληνα Επίτροπο Δημήτρη Αβραμόπουλο. «Μεγάλα σχέδια» αλλά με ελάχιστο τελικό αποτέλεσμα βλέπει η «Handelsblatt» στο ρόλο του πρώην υπουργού. Όπως επισημαίνει «η προσφυγική κρίση συγκλονίζει εκ θεμελίων την Ευρώπη. Στην Ε.Ε. ο αρμόδιος επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει υψηλές προσδοκίες, οι οποίες αποδεικνύονται πάνω από τις δυνάμεις του. Δεν προλαβαίνει η υπηρεσία του να υποβάλει προτάσεις και οι εθνικές κυβερνήσεις αρχίζουν να τις αποδομούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η διαμάχη για τον διαμοιρασμό των προσφύγων με βάση προκαθορισμένες ποσοστώσεις».
Στον αντίποδα η Handelsblatt αντιμετωπίζει ως τον πλέον ανερχόμενο πολιτικό το Γάλλο υπουργό Οικονομικών Εμανουέλ Mακρόν, ο οποίος, όπως επισημαίνει «μέσα σε μόλις 18 μήνες, απολυθείς προεδρικός σύμβουλος σε αστέρα της γαλλικής κυβέρνησης» και υλοποιεί «μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει προ καιρού». Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνονται ο νέος επικεφαλής της Google Σουντάρ Πιχάλ, ο νικητής των προεδρικών εκλογών στην Αργεντινή Μαουρίτσιο Μάκρι, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό, αλλά και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής Ζαν Κλόντ Γιούνκερ, για τον οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα θετική: «Όταν στα τέλη του 2014 ανέλαβε το αξίωμά του, έδωσε μία υπόσχεση», σχολιάζει η εφημερίδα, «ότι, υπό την ηγεσία του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι κάτι περισσότερο από μία απλή διοικητική αρχή. Ότι θα μετατρέψει τις Βρυξέλλες σε ένα ευρωπαϊκό κέντρο εξουσίας και θα διαπραγματεύεται ως ίσος προς ίσον με τους Ευρωπαίους ηγέτες. Κάνοντας τον απολογισμό, έναν χρόνο μετά, πρέπει κανείς να παραδεχθεί ότι οι υποσχέσεις αυτές έχουν εκπληρωθεί».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ελληνική κρίση. «Στην αρχή επέδειξε υπερβολική εμπιστοσύνη προς τον όχι εντελώς αξιόπιστο πρωθυπουργό Τσίπρα», εκτιμά η Handelsblatt, «αλλά αργότερα άρχισε να υιοθετεί πιο σκληρή στάση. Αυτό έφερε αποτέλεσμα. Ο Τσίπρας υποχώρησε, αποδέχθηκε τους όρους των δανειστών και η Ελλάδα κατάφερε να παραμείνει στην ευρωζώνη. Μία νίκη για τον Γιούνκερ». Στην προσφυγική κρίση που ακολούθησε ο ρόλος του προέδρου της Κομισιόν είναι ακόμα πιο σημαντικός, καθώς επιδιώκει, από κοινού με την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, ένα ενιαίο δίκαιο περί ασύλου στην ΕΕ. Το σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας: «Ουδείς ανέμενε ότι ο Γιούνκερ κάποτε θα γινόταν ο πιο στενός σύμμαχος της Μέρκελ στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα η καγκελάριος δεν ήθελε καν να δει τον ʻδύσκολοʼ Λουξεμβούργιο στην ηγεσία της Κομισιόν».
Σε άλλο σχόλιο της «Handelsblatt» για τις εξελίξεις στην Ελλάδα βλέπουμε μία διαφορετική οπτική γωνία. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι, λόγω προσφυγικής κρίσης, η Άνγκελα Μέρκελ εξαρτάται πλέον περισσότερο από τον Αλέξη Τσίπρα παρά το ανάποδο: «Το καλοκαίρι ήταν ο Τσίπρας που ήθελε κάτι, δηλαδή δάνεια δισεκατομμυρίων, τώρα είναι η Μέρκελ (που θέλει κάτι), δηλαδή των έλεγχο των ελληνικών συνόρων. Δεδομένου ότι για τη Μέρκελ η επίλυση της προσφυγικής κρίσης είναι πιο σημαντική από εκείνη της ελληνικής κρίσης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι την επόμενη χρονιά θα δούμε και άλλες καθυστερήσεις στο (ελληνικό) μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα».