Μια σχετική ανθεκτικότητα αναμένει ενόψει του 2023 για την ελληνική οικονομία η Morgan Stanley, επισημαίνοντας ωστόσο από την άλλη τους κινδύνους που ελλοχεύουν τόσο από την πορεία των επίμονα έντονων πληθωριστικών πιέσεων, από μια πιθανή διεξαγωγή πρόωρων εκλογών δεδομένου του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, ενώ τονίζει πως η επενδυτική βαθμίδα είναι απίθανο να έρθει πριν από το 2024.
Ο αμερικανικός οίκος αναμένει μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του χειμώνα εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, αλλά θεωρεί πως η Ελλάδα θα καταφέρει τελικά να αποφύγει την τεχνική ύφεση, χάρη στη στήριξη που απορρέει από τη αρκετά καλά στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και την εφαρμογή του RRF. Προβλέπει πως το ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά 1,1% σε ετήσια βάση το 2023 και κατα 1,9% το 2024, με τους τους υψηλότερους κινδύνους κατά την M.S να πηγάζουν από τη υψηλή εξάρτηση της δομής της οικονομίας της στον τουρισμό – περίπου το 15% του ΑΕΠ της. Επιπλέον, ο υψηλότερος πληθωρισμός πιθανότατα θα οδηγήσει σε μείωση των δαπανών διακριτικής ευχέρειας των καταναλωτών, η οποία τελικά θα επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές και ως εκ τούτου το εγχώριο ΑΕΠ.
Η Ελλάδα όπως σημειώνει η Morgan Stanley, έχει υποφέρει από από αρκετά χρόνια ενός κλίματος υποπενδύσεων από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά ο συνδυασμός των υψηλών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και του RRF θα μπορούσε να συμβάλει στο κλείσιμο ορισμένων τμημάτων του επενδυτικού κενού σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Το σχέδιο της Ελλάδας («Ελλάδα 2.0») είναι συνολικής αξίας 30,5 δισ. ευρώ, περίπου το 16% του ΑΕΠ του 2019, και περιλαμβάνει έως και 106 επενδυτικά έργα που αφορούν στις υποδομές, στην ενεργειακή απόδοση, στην ηλεκτρική ενέργεια και στην ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων, και 67 μεταρρυθμίσεις που εστιάζουν σε πολλά από τα προβλήματα της χώρας και στις διαρθρωτικές οικονομικές προκλήσεις, όπως προσδιορίζονται από τις συστάσεις της Κομισιόν. Συνολικά, το σχέδιο θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ έως και κατά 6,9% έως το 2026, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Από την άλλη, τον αμερικανικό οίκο, δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα η εξέλιξη και η πορεία του ελληνικού χρέους, καθώς το 75% περίπου αυτού περιλαμβάνει επίσημες υποχρεώσεις, ενώ το WAM, δηλαδή η σταθμισμένη μέση ωρίμανση του χρέους είναι 20,6 χρόνια εάν ενταχθεί και το επίσημο χρέος (δάνεια ESFS και ESM) και εννέα έτη για το ανεξόφλητο χρέος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σε ένα πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο για το ελληνικό χρέος, το χαμηλότερο μεταξύ όλων των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης, και δεδομένης της δομής του ελληνικού χρέους, πιθανότατα θα παραμείνει συγκρατημένο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, η Ελλάδα αναμένεται να πάει στις κάλπες το καλοκαίρι του 2023, αλλά το πολιτικό σκάνδαλο, που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή, θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεξαγωγή προώρων εκλογών. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έχει μέχρι στιγμής απορρίψει το ενδεχόμενο παραίτησής του, και το βασικό σενάριο της Morgan Stanley, επικεντρώνεται στη διατήρηση της σημερινής κυβέρνησης μέχρι το τέλος της θητείας της.
Επιπλέον, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, αλλά οι σταδιακές βελτιώσεις της πιστοληπτικής ικανότητας ήταν δυνατές χάρη στα ισχυρότερα οικονομικά μεγέθη και την ορατή πρόοδο που σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες στη μείωση των NPLs. Ωστόσο, η πρόσφατη ενίσχυση της μακροοικονομικής αβεβαιότητας οδήγησε τους οίκους αξιολόγησης να υιοθετήσουν μια προσέγγιση και μια τακτική αναμονής στις τελευταίες αξιολογήσεις τους μεταξύ Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου. Με βάση τα τελευταία σχόλια των Fitch, Moody's, S&P και DBRS, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ενεργειακή κρίση, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και οι πιθανές πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες ενδέχεται να καθυστερήσουν την επιστροφή της Ελλάδας στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας τουλάχιστον έως το 2024.