Απώλειες σημείωσαν την Τετάρτη οι τιμές του πετρελαίου, μετά τις πληροφορίες ότι πλησιάζει η επιβολή πλαφόν στις εξαγωγές της Ρωσίας.
Το Brent Ιανουαρίου ολοκλήρωσε τις συναλλαγές με πτώση 3,3% ή 2,95 δολαρίων και την τιμή του στα 85,41 δολ. το βαρέλι, ενώ το αμερικανικό WTI Ιανουαρίου με απώλειες 3,7% ή 3 δολαρίων και έκλεισε στα 77,94 δολ. το βαρέλι.
Ευρωπαίος διπλωμάτης δήλωσε το Reuters ότι η Ομάδα των Επτά (G7) εξετάζει την επιβολή ανώτατου ορίου τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται δια θαλάσσης, σε ένα εύρος μεταξύ 65 δολ. και 70 δολ. το βαρέλι.
Η ιδέα για την επιβολή του πλαφόν είναι να αποτρέπει τις ναυτιλιακές, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από το να διαχειρίζονται φορτία ρωσικού πετρελαίου, εκτός και αν είναι να πουληθούν σε τιμές που δεν θα ξεπερνούν τη μέγιστη τιμή που θα διαμορφώσει η G7 και οι σύμμαχοι της. Κάτι που θα καταστήσει πολύ δύσκολο για τη Μόσχα να πουλάει το πετρέλαιο της σε υψηλότερες τιμές, καθώς οι μεγαλύτερες εταιρείες να έχουν την έδρα τους σε χώρες της G7. Ήδη, το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πετρελαίου μεταφέρεται με τάνκερ και όχι μέσω αγωγών.
Ωστόσο, με το κόστος παραγωγής υπολογίζεται ότι κυμαίνεται στα 20 δολ. το βαρέλι, αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θα μπορεί ακόμα να πουλάει πετρέλαιο με σημαντικό κέρδος, αποτρέποντας έτσι την απόσυρση των ποσοτήτων αυτών από την παγκόσμια αγορά που θα προκαλούσε σοβαρές ελλείψεις.
Σημειώνεται ότι η είδηση για το πλαφόν ήρθε να προστεθεί στις ανησυχίες για τα επίπεδα της ζήτησης στο μεγαλύτερο εισαγωγέα αργού παγκοσμίως, την Κίνα, η οποία εντείνει εκ νέου τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας καθώς βλέπει να αυξάνονται τα κρούσματα κορονοϊού.
Τέλος, παραπάνω πίεση ασκεί η αρνητική πρόβλεψη της παγκόσμιας οικονομίας που έδωσε χτες ο ΟΟΣΑ, ο οποίος βλέπει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας το 2023.