Τίτλους τέλους σε μια διαμάχη που «δίχασε υπερβολικά και αχρείαστα και στεναχώρησε πολλούς εκατέρωθεν» βάζει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που χαρακτηρίζει ως νόμιμη τη μελέτη απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, Νίκος Ταχιάος. «Αρκεί να σκεφτούμε όλοι μας ότι από μια διαμάχη της οποίας την επιχειρηματολογία καταρρίπτει ομοφώνως η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, μόνη ηττημένη βγαίνει η πόλη που επέλεξε ή επέτρεψε να εξελιχθεί το Μετρό σε πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και προσωπικών στρατηγικών», προσθέτει.
Τον Απρίλιο, σημειώνει, θα ξεκινήσει ένα «εντυπωσιακό, γιγάντιο, μεθοδικό, τεκμηριωμένο, σοβαρό και φιλόδοξο έργο» ανάδειξης των αρχαιολογικών ευρημάτων στους σταθμούς Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας. Προσθέτει ότι η σχολαστικότητα των μελετών που οδήγησαν στην επαναφορά του Κρηναίου στην Πλατεία Μακεδονομάχων και η ακρίβεια του έργου αποτελούν το πρώτο δείγμα γραφής.
«Σημασία πλέον έχει να μείνουμε αφοσιωμένοι στον στόχο και στο μέλλον της πόλης, που δεν εξαντλείται σε μια γραμμή Μετρό (...) Δουλεύουμε για να παραδώσουμε προς λειτουργία τη βασική γραμμή του Μετρό στην εκπνοή της χρονιάς που μας έρχεται και για την ολοκλήρωση της επέκτασης της Καλαμαριάς λίγους μήνες αργότερα και σχεδιάζουμε με σοβαρότητα -για πρώτη φορά- πρόγραμμα για την επόμενη μέρα του έργου, πρωτίστως προς τις βορειοδυτικές συνοικίες της Νεάπολης, της Σταυρούπολης, των Αμπελοκήπων, του Ευόσμου και του Κορδελιού, την επιβαλλόμενη προσθήκη της γραμμής του αεροδρομίου, αλλά ταυτόχρονα και τη διασφάλιση της μελλοντικής επεκτασιμότητας του δικτύου προς άλλες περιοχές της πόλης και την προσαρμοστικότητά του προς την αναμενόμενη δυναμική ανάπτυξης του πολεοδομικού συγκροτήματος. Μέσα στο 2023 θα "έχουμε νέα". Με απλά λόγια, κλείνουμε το κεφάλαιο του παρελθόντος, με "μετρό και αρχαία", μια πραγματικότητα που πολύ σύντομα μπαίνει στην καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης και κοιτάμε μπροστά» υπογράμμισε.
Η απόφαση του ΣτΕ
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ), η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες ασκήθηκαν από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, την Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων, τον Ενιαίο Σύλλογο Υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ, τον Σύλλογο Εκτάκτων Αρχαιολόγων, το Πανελλήνιο Σωματείο Εκτάκτου Προσωπικού ΥΠΠΟΑ, την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, καθώς και από ιδιώτες. Οι αιτήσεις ήταν κατά της απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης. Η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις με τις 2560 και 2561/2022 αποφάσεις.
Αναλυτικότερα, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε τα εξής:
-Ομόφωνα επιβεβαίωσε τη νομολογία του, ότι η αρχαιολογική νομοθεσία επιτρέπει τη μετακίνηση ακίνητου μνημείου, προκειμένου να κατασκευαστούν αμυντικά ή άλλα έργα ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο και ομόφωνα επανέλαβε, για ακόμη μια φορά, ότι οι εν λόγω εξαιρετικές προϋποθέσεις συντρέχουν στην περίπτωση του μετρό της Θεσσαλονίκης,
- Ομόφωνα έκρινε ότι αιτιολογείται νόμιμα η έγκριση της μελέτης απόσπασης και επαναφοράς, η υλοποίηση της οποίας ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες και ότι νομίμως θεωρήθηκε ότι η μελέτη αυτή έπρεπε να εξειδικευθεί σε επόμενα στάδια, όπως και πράγματι συνέβη,
- Ομόφωνα έκρινε ότι οι ισχυρισμοί περί κατατεμαχισμού και αποδόμησης των αρχαιοτήτων δεν επιβεβαιώνονται ούτε από την εγκριθείσα μελέτη, ούτε από τον όλο φάκελο,
- Με μειοψηφία τριών μελών, έκρινε ότι η διάρθρωση της μελέτης σε τεύχη (δημοπράτησης, σκοπιμότητας κ.λπ.), είναι περιττή σε αρχαιολογικές εργασίες που εντάσσονται σε ευρύτερα έργα ή σχέδια που χρηματοδοτούνται από άλλους δημόσιους ή επενδυτικούς φορείς, καθώς τα έργα αυτά υπόκεινται σε περιβαλλοντική αδειοδότηση με ευρείες διατυπώσεις δημοσιότητας και διαβούλευση με το κοινό, οι δε σχετικές αρχαιολογικές μελέτες και εργασίες υπόκεινται στον έλεγχο και την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και των υπηρεσιών του, σύμφωνα με την νομοθεσία»._