Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών αποτυπώνουν ανάγλυφα το εύρος και το βάθος της ανταγωνιστικής παραγωγής στην χώρα μας (κυρίως προϊόντα μεταποίησης και πρώτες ύλες). Παρά την κρίση, και ίσως λόγω της κρίσης, συνεχίζουν να επεκτείνονται με 3,6% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2009 και μέχρι το 2014, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών που επηρεάζονται καθοριστικά από τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου. Η πορεία αυτή συνεχίσθηκε και στο δεκάμηνο Ιαν.-Οκτ. 2015 (+9,4%), παρά την εξασθένιση τους τελευταίους μήνες λόγω περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και της περιρρέουσας πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Συνεπώς, η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά και η μείωση της εσωτερικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει στην μεγαλύτερη εξωστρέφεια του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Αποτελέσματα που θα ήσαν ακόμη θεαματικότερα εάν είχαμε καταφέρει να περιορίσουμε το κόστος της ενέργειας στην παραγωγική διαδικασία, το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων και τα αντικίνητρα στην επιχειρηματικότητα και να βελτιώσουμε το τεχνολογικό επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών που δεν έχει ακόμα την έκταση και δυναμική που απαιτείται ώστε να αναβαθμιστεί αισθητά το καλάθι προϊόντων που εξάγει η χώρα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εξαγωγές αγαθών (χωρίς καύσιμα) παραμένουν σε χαμηλό σχετικά επίπεδο σε σχέση με τις άλλες χώρες στον ευρωπαϊκό νότο, έχοντας αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ με ηπιότερους σχετικά ρυθμούς, κάτω, βεβαίως, από ένα δυσμενέστερο οικονομικό περιβάλλον. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της απώλειας εμπιστοσύνης, της χρηματοδοτικής ασφυξίας και της αβεβαιότητας ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, που έφερε η προσαρμογή κάτω από συνθήκες ολιγωρίας, καθυστερήσεων και περιορισμένης «ιδιοκτησίας» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Συμπερασματικά, η οικονομία βρίσκεται σε πορεία εξωστρεφούς μετασχηματισμού έχοντας, σε κάποιο βαθμό, αυτονομηθεί από το πολιτικό περιβάλλον, η οποία θα αποδώσει ακόμη πιο σημαντικά αποτελέσματα εφόσον οι επιχειρήσεις και η πολιτεία στρέψουν τις δυνάμεις τους στην ενσωμάτωση υψηλότερης τεχνολογικής αξίας στα παραγόμενα αγαθά ώστε να δώσουμε στην ελληνική μεταποίηση και τα ελληνικά ποιοτικά προϊόντα την αναγκαία ώθηση για να γίνουν οι πρεσβευτές μιας δυναμικής ελληνικής εξαγωγικής οικονομίας στην διεθνή αγορά.
Η αποδυνάμωση, μετά την επιβολή των capital controls, της δυναμικής των εξαγωγών αποτυπώνεται πλέον και στη βιομηχανική παραγωγή, ενώ η σταθερότητα της ανεργίας καταγράφεται παρά την παραπέρα αποδυνάμωση αρκετών δεικτών οικονομικής δραστηριότητας. Σε περιπτώσεις όπως της μισθωτής εργασίας το Νοέμβριο, η αποδυνάμωση αυτή είναι πάντως ήπια. Η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού συνεχίζει να αποτυπώνει μια αδυναμία των οργανικών εσόδων, αλλά η εξομάλυνση εσόδων όπως του ΕΝΦΙΑ και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού επενδύσεων υποστηρίζουν μια βελτίωση τον Νοέμβριο, η οποία επιτρέπει και μια χαλάρωση της υστέρησης δαπανών που συντηρεί το υψηλό πλεόνασμα.
Το τι ήδη παράγει η χώρα καθορίζει και τι δυνατότητες παραγωγής νέων προϊόντων έχει. Ερευνητές του Harvard και MIT ήδη από το 2011 έχουν αναπτύξει μια μεθοδολογία που επιτρέπει σε μια χώρα να εντοπίσει τις παραγωγικές δυνατότητες που έχει και ποιες γραμμές παραγωγής είναι εφικτές και χρήσιμες να αναζητήσει ως επόμενο βήμα στην πορεία δημιουργίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και ευημερίας. Η χρήση του εργαλείου αυτού δείχνει για την Ελλάδα ότι πρέπει να είναι προτεραιότητα η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων σε κάθε κλάδο που αναπτύσσει δεξιότητες και που μπορεί να συνεισφέρει στην ενίσχυση των εξαγωγών και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας. Η ανάπτυξη μονάδων μεταποίησης γύρω από τον διαμετακομιστικό άξονα ΟΛΠ – ΤΡΑΙΝΟΣΕ αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Παράλληλα θα πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η υφιστάμενη ανταγωνιστική παραγωγική βάση που εμπλουτίζει σε κρίσιμα σημεία τον χάρτη παραγωγής της χώρας, ο οποίος αποτελεί εφαλτήριο για την ανάταξη της παραγωγικής βάσης της χώρας και την παραγωγή πιο σύνθετων, διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων.