Με τις διακυμάνσεις Κόστους / Ζήτησης και την ενσωμάτωση των προσδοκιών ασχολείται το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, το οποίο υπογράφει ο επικεφαλής οικονομολόγος Παναγιώτης Καπόπουλος.
Ακολουθεί η ανάλυση:
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), διαμορφώθηκε σε 9,3% κατά μέσο όρο το 2022. Η εν λόγω ετήσια μεταβολή τιμών είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί τα τελευταία 27 χρόνια στην Ελλάδα (Γράφημα 1). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, η προσδοκία υιοθέτησης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και οι πολιτικές σύγκλισης που υλοποιήθηκαν, μεταξύ των οποίων η επίτευξη πλεονασματικών ισοζυγίων για τη Γενική Κυβέρνηση όπως παρατηρείται στο γράφημα, είχαν ως αποτέλεσμα την αξιοσημείωτη υποχώρηση του πληθωρισμού.
Από το 2002 και για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο ρυθμός ανόδου του ΕνΔΤΚ διατηρήθηκε σε επίπεδο πλησίον του 3%, σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με την περίοδο της δραχμής, αλλά υψηλότερα από τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Η εξέλιξη αυτή συμβάδιζε με τη σημαντική άνοδο της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης -ιδιωτικής και δημόσιας- και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αλλά και με τα πρωτογενή ελλείμματα που καταγράφηκαν την εν λόγω περίοδο, εξαιτίας του σημαντικού ύψους των δημοσίων δαπανών.
Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και την κρίση δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας το 2010, η βαθιά οικονομική ύφεση είχε ως αποτέλεσμα την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ο οποίος την τριετία 2013-2015 έλαβε αρνητικό πρόσημο, λόγω των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που υιοθετήθηκαν και της άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής συστολής, με σκοπό τον περιορισμό των πρωτογενών ελλειμμάτων. Το φαινόμενο του αποπληθωρισμού επαναλήφθηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που οδήγησαν σε μείωση της ζήτησης και συρρίκνωση του ΑΕΠ, η οποία αντισταθμίστηκε σε κάποιο βαθμό από τα μέτρα στήριξης των εισοδημάτων και των επιχειρήσεων που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση. Από το φθινόπωρο του 2021 και μετά, οι διαταραχές
στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ως αποτέλεσμα της πανδημικής κρίσης, η αναζωπύρωση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες και κυρίως η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τροφοδότησαν το άλμα του πληθωρισμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, έντονες πληθωριστικές πιέσεις σημειώθηκαν και στα τρόφιμα, καθώς η Ρωσία και η Ουκρανία είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σιταριού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός που καταγράφεται το τελευταίο έτος επηρεάζεται κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, σε αντίθεση με το παρελθόν που κατά βάση προσδιοριζόταν από τις μεταβολές της ενεργού ζήτησης. Δεδομένου ότι οι βασικοί μοχλοί της δυναμικής ανόδου του επιπέδου των τιμών από την πλευρά της προσφοράς και του κόστους έχουν μετριαστεί τους τελευταίους μήνες, εκτιμάται ότι το σημείο κορύφωσης (peak) του πληθωρισμού έχει παρέλθει και έχει ξεκινήσει σταδιακά η καθοδική του πορεία, όπως αποτυπώνεται και στις προβλέψεις διαφόρων οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Ωστόσο, ο βαθμός εξομάλυνσης του επιπέδου τιμών εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την έκταση της μετακύλισης της ανόδου των τιμών στις λοιπές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών (pass through), μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής αλλά και των μισθών.
Πιο αναλυτικά, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, βάσει του ΕνΔΤΚ, ξεπέρασε το 2%, τον Οκτώβριο του 2021 και στη συνέχεια αυξήθηκε με επιταχυνόμενο ρυθμό. Κατέγραψε μάλιστα διψήφια ποσοστά μεταβολής από τον Μάιο και μετά, φθάνοντας τον Σεπτέμβριο του 2022 το 12,1% (Γράφημα 2). Στη συνέχεια, τους τελευταίους τρεις μήνες του προηγούμενου έτους, ο ρυθμός ανόδου του ΕνΔΤΚ αποκλιμακώθηκε σταδιακά, σε 9,5% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, 8,8% τον Νοέμβριο και 7,6% τον Δεκέμβριο. Η επιβράδυνση αυτή αποδίδεται εν μέρει σε αποτελέσματα βάσης (base effects) αλλά και στην αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας. Σημειώνεται ότι οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου έχουν μειωθεί τους τελευταίους πέντε μήνες (σύγκριση μεταξύ 25.8.2022 και 23.1.2023) κατά 80% και 12%, αντίστοιχα (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 28.12.2022). Το αυξημένο ενεργειακό κόστος, ωστόσο, διαχέεται στις τιμές άλλων αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που αποτυπώνεται στη συνεχιζόμενη άνοδο του πυρήνα του πληθωρισμού, το τελευταίο τρίμηνο του 2022, δηλαδή του ΕνΔΤΚ εξαιρουμένων των τιμών των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και των προϊόντων ενέργειας (μπλε διακεκομμένη γραμμή, Γράφημα 2). Ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε σταδιακά σε 8,3% τον Νοέμβριο του 2022, σε ετήσια βάση, από 7,2% τον Αύγουστο, ενώ μειώθηκε ελαφρώς, σε 7,7% τον Δεκέμβριο.
Όσον αφορά στις επιμέρους κατηγορίες που απαρτίζουν τον ΕνΔΤΚ, οι μεγαλύτερες αυξήσεις το 2022 καταγράφηκαν στις κατηγορίες στέγαση (25%) και μεταφορές (13,6%), οι οποίες επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Οι κατηγορίες διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (11,7%), ξενοδοχεία-εστίαση (8,7%), διαρκή αγαθά (7,1%) και ένδυση και υπόδηση (4,8%) σημείωσαν επίσης σημαντική άνοδο, ενώ μόνο οι επικοινωνίες (-2,4%) κατέγραψαν αρνητικό ρυθμό μεταβολής κατά το περασμένο έτος (Γράφημα 3α). Επιπρόσθετα, ο δείκτης που περιλαμβάνει το σύνολο των αγαθών αυξήθηκε κατά 12,9% κατά το περασμένο έτος, έναντι αύξησης 4,5% για τις υπηρεσίες.
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους μήνες, γίνεται περισσότερο αντιληπτή συγκρίνοντας τα επίπεδα του ΕνΔΤΚ μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2022. Τον Σεπτέμβριο του 2022 ο ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε στο ιστορικά υψηλό επίπεδο των 115,3 μονάδων, ενώ τον Δεκέμβριο υποχώρησε στις 112,8 μονάδες, ήτοι κατέγραψε μια σωρευτική πτώση κατά 2,2%. Τούτο αποδίδεται πρωτίστως στη μείωση κατά
14% του υποδείκτη στέγαση, και δευτερευόντως στις μειώσεις λοιπών κατηγοριών, όπως μεταφορές (-1,4%) και ξενοδοχεία-εστίαση (-5,8%) (Γράφημα 3β). Αντίθετα, οι σημαντικότερες αυξήσεις κατά το τελευταίο τρίμηνο, καταγράφηκαν στις κατηγορίες ένδυση και υπόδηση (3,5%), διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά και διαρκή αγαθά (2,6% και 2,5% αντίστοιχα). Σε ό,τι αφορά στους σύνθετους δείκτες αγαθών και υπηρεσιών, ο πρώτος σημείωσε πτώση, τον Δεκέμβριο, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο ύψους 2,1%, ενώ ο δεύτερος μειώθηκε, αντίστοιχα, κατά 2,2%.
Τα ανωτέρω αποτυπώνονται στη φθίνουσα συμβολή των τιμών των προϊόντων ενέργειας στην άνοδο του ΕνΔΤΚ, από τον Οκτώβριο του 2022 και μετά (5 ποσοστιαίες μονάδες τον Σεπτέμβριο, έναντι 0,5 π.μ. τον Δεκέμβριο). Παράλληλα, η συμβολή των μη επεξεργασμένων τροφίμων παρέμεινε σταθερή στις 0,8 π.μ., τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, ενώ, αντίθετα, αυξήθηκε η συμβολή στον εναρμονισμένο πληθωρισμό των επεξεργασμένων τροφίμων, (2,5 π.μ. τον Δεκέμβριο, από 2,3 π.μ. τον Σεπτέμβριο) και των βιομηχανικών προϊόντων (2 π.μ. τον Νοέμβριο και 1,6 π.μ. τον Δεκέμβριο, από 1,4 π.μ. τον Σεπτέμβριο).