Το 2022 ήταν το τρίτο έτος στη σειρά που η ελληνική οικονομία παρουσίασε υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), τα υψηλά εξωτερικά ελλείμματα αναμένεται να διατηρηθούν το 2023 και το 2024.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η εγχώρια δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες (συνολική κατανάλωση + συνολική επένδυση) υπερβαίνει την εγχώρια παραγωγή με τη διαφορά να καλύπτεται από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αναφέρουν οι αναλυτές της Eurobank στο οικονομικό δελτίο "7 ημέρες οικονομία". Ισοδύναμα, η συνολική επένδυση σε πάγια και αποθέματα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αποταμίευση με τη διαφορά να καλύπτεται από εξωτερικό δανεισμό.
Υπό το πρίσμα της διαφοράς ανάμεσα στην επένδυση και την αποταμίευση, η διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια αντανακλάται κυρίως στο σκέλος των επενδύσεων και συγκεκριμένα στη συνιστώσα της μεταβολής των αποθεμάτων.
Η αύξηση της συμμετοχής της μεταβολής των αποθεμάτων στο ΑΕΠ, πρωτόγνωρα υψηλή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, είναι πιθανόν να συνδέεται: 1ον με την αύξηση των τιμών των καυσίμων, πρώτων υλών, υλικών και ενδιάμεσων αγαθών που συσσωρεύουν οι μη χρηματοοικονομικές ιδιωτικές εταιρείες και 2ον με εν εξελίξει επενδυτικά έργα παγίων (π.χ. κατασκευές).
Τέλος, η αποταμίευση ενισχύθηκε στο 12,7% του ονομαστικού ΑΕΠ στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμ-βρίου 2022 από 11,2% και 11,1% τις αντίστοιχες περιόδους του 2021 και του 2019. Η βελτίωση σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα προέρχεται αποκλειστικά από τον θεσμικό τομέα των μη χρηματοοι-κονομικών ιδιωτικών εταιρειών. Η αποταμίευση στην ελληνική οικονομία παραμένει κατά πολύ χαμηλότερη σε σχέση με την Ευρωζώνη (24,1% βάσει ετήσιων στοιχείων 2021) και αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της κατά πολύ υψηλότερης ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη.
Επισυνάπτεται ολόκληρη η ανάλυση