Προθεσμία έως τις 6 Μαρτίου, δίνει στις υπηρεσίες των Υπουργείων και τους φορείς του Δημοσίου, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, προκειμένου να αποστείλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους τις προβλέψεις και τις προτάσεις τους, ενόψει της κατάρτισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος της περιόδου 2024-2027.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο που απηύθυνε ο κ. Σκυλακάκης σε υπουργεία και φορείς, όλα θα πρέπει να γίνουν με βασικό γνώμονα την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό από φέτος και τα επόμενα χρόνια, γι’ αυτό και εφιστά την προσοχή στις δαπάνες, στις οποίες μπαίνουν ανώτατα όρια ώστε να επιτευχθεί η δραστική συμπίεσή τους, με έμφαση στην εξέλιξη του μισθολογικού κόστους του κάθε φορέα.
Το βασικό σενάριο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής, προβλέπει την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων «χωρίς πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και νέες πολιτικές, πέραν εκείνων που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί μέχρι σήμερα».
Ωστόσο, η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στο μέτωπο των διεθνών πολιτικό-οικονομικών εξελίξεων, ουσιαστικά επιβάλλει την ύπαρξη και δεύτερου σεναρίου- πέρα από το βασικό- στο οποίο θα αποτυπωθούν τα όποια, νέα δεδομένα, δημιουργήσουν ενδεχόμενες αλλαγές στους δημοσιονομικούς στόχους, όπως για παράδειγμα το «χαμήλωμα» του πήχη των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% από 2,2% του ΑΕΠ που προβλέπει η συμφωνία του 2018. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ενσωμάτωση πρόσθετων φοροελαφρύνσεων στον προϋπολογισμό, ανάλογα με τον δημοσιονομικό χώρο, θεωρείται δεδομένη.
Η κυβέρνηση επιδιώκει μεγαλύτερο «κούρεμα» στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο το τοπίο είναι ακόμη θολό καθώς οι πολιτικές διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας βρίσκονται ακόμα στην αφετηρία.
Αξιοσημείωτη η επισήμανση Σκυλακάκη στην εγκύκλιο, ότι το 2024 δεν θα είναι σε ισχύ η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας.
Ωστόσο, αυτό έχει μικρή σημασία για την Ελλάδα, η οποία λόγω του υψηλού χρέους επιστρέφει νωρίτερα στους δημοσιονομικούς κανόνες και στην υποχρέωση για πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023.
Επίσης, τα μακροοικονομικά σχέδια των φορέων με τις προβολές στην τετραετία για τα έσοδα και τις δαπάνες θα πρέπει να είναι συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό, καθώς θα παραμείνει υψηλός και το 2023 αφού σύμφωνα με την εγκύκλιο ο εναρμονισμένος δείκτης θα «τρέξει» με ρυθμό 5% φέτος, για να υποχωρήσει στο 2% από το 2024 έως και το 2027.
Η πληθωριστική κρίση θα ωθήσει το ονομαστικό ΑΕΠ στο 6,6% για το 2023, ωστόσο η πραγματική αύξηση θα είναι μόλις 1,8%, που είναι η πρόβλεψη στον προϋπολογισμό. Τα επόμενα έτη η αύξηση στο ονομαστικό ΑΕΠ θα είναι κατά 5,1% το 2024, 4,9% το 2025, 4,1% το 2026 και 2,7% το 2027.
Επισημαίνεται ότι πέρυσι λόγω της ενεργειακής κρίσης τα κράτη-μέλη δεν είχαν υποχρέωση να υποβάλουν Μεσοπρόθεσμο, με αποτέλεσμα το φετινό, πέρα από τις προβλέψεις για το τρέχον έτος και τα επόμενα, να ενσωματώνει την περιγραφή και αξιολόγηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων των δύο προηγούμενων ετών (2021-2022).