Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν κατέγραψε κέρδη για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια το 2022, αφού απομειώθηκαν οι επενδύσεις της σε ομόλογα, με τους αναλυτές να προβλέπουν ότι θα βρίσκεται στο «κόκκινο» για αρκετά χρόνια μετά την αντιστροφή των εξαιρετικά χαλαρών νομισματικών πολιτικών της.
Όπως μεταδίδουν οι Financial Times, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα είχε ζημία άνω του 1,6 δισ. ευρώ εάν δεν είχε αντλήσει πόρους από τα «μαξιλάρια» που έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια για την κάλυψη χρηματοοικονομικών κινδύνων, προσθέτοντας ότι θα δεν θα μοιράσει το μέρισμα που συνήθως καταβάλει στις νομισματικές αρχές της ευρωζώνης.
Αυτά τα μερίσματα —που ανέρχονται σε 5,8 δισ. ευρώ από το 2018— συνήθως μετακυλίονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης.
Ορισμένες εθνικές κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Ολλανδίας και του Βελγίου, έχουν προειδοποιήσει τις κυβερνήσεις τους ότι αναμένουν σημαντικές απώλειες.
Οι ζημίες της ΕΚΤ και σε άλλες κεντρικές τράπεζες είναι πιθανό να αναζωπυρώσουν τη συζήτηση για την επιθετική νομισματική χαλάρωση.
Από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν αγοράσει τεράστιες ποσότητες ομολόγων με εξαιρετικά υψηλό κόστος για να αντιμετωπίσουν τον χαμηλό πληθωρισμό και τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, αλλά τώρα αρχίζουν να συρρικνώνουν τους ισολογισμούς τους.
Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, τα επιτόκια που πληρώνουν οι κεντρικές τράπεζες για τα αποθέματα των εμπορικών τραπεζών είναι πιθανό να ξεπεράσουν τους τόκους που κερδίζουν από τα ομόλογα που αγόρασανν στο πλαίσιο προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.
Το ίδρυμα με έδρα τη Φρανκφούρτη έχει δημιουργήσει μεγάλα αποθέματα ασφαλείας που μπορεί να χρησιμοποιήσει για την απορρόφηση μελλοντικών ζημιών, συμπεριλαμβανομένων προβλέψεων 6,6 δισ. ευρώ, κεφαλαίου 8,9 δισ. ευρώ και λογαριασμών ανατίμησης 36 δισ. ευρώ που προέρχονται από μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από επενδύσεις.
Η τελευταία φορά που η ΕΚΤ πραγματοποίησε μηδενικά κέρδη και δεν διένειμε μερίσματα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες που είναι μέτοχοί της ήταν το 2007. Η τελευταία ετήσια ζημία της ήταν το 2004, όταν επλήγη από συναλλαγματικές ζημίες λόγω της ταχείας ανατίμησης του ευρώ.