Μια ανάλυση δύο επιπέδων, στη βάση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και στη βάση της ενεργειακής κρίσης, δείχνει ότι οι επενδυτές δεν ανησυχούν για τις προοπτικές της Ελλάδας.
Αυτό αναφέρει η JP Morgan στο σύντομο note της για τις χώρες CEEMEA(Κεντρικής και Ανατολής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής), με αφορμή την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ, τονίζοντας ότι παρά τη "δραματική αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας παραμένουν εύρωστες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, καθοδηγούμενες από τη χαμηλότερη από το μέσο όρο εξάρτησή της από το φυσικό αέριο και τις εισροές του Ταμείου ανάκαμψης της ΕΕ".
Όπως και στη Νότια Αφρική, η JP Morgan δεν εντόπισε κάποια ανησυχία από τους επενδυτές στην Ελλάδα.
Έντονες οι πιέσεις στην Κεντρική Ευρώπη
Όπως αναφέρει η JP Morgan, οι πιέσεις είναι πιο έντονες στην Κεντρική Ευρώπη από ό,τι στη Νότια Αφρική, τη ΜΕΝΑ ή την Ελλάδα. Χρησιμοποιεί, δε, την ανάλυση σεναρίων, κατά την οποία ένας άξονας είναι πού αποδυναμώνονται τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομικής ανάπτυξης/κερδών.
Ο δεύτερος είναι όπου τα επίσημα επιτόκια έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Αναμένει σοκ στην αγορά μόνο εκεί όπου τα επιτόκια είναι πολύ υψηλότερα και η ανάπτυξη είναι κοντά στο επίπεδο της ύφεσης. Ο εφησυχασμός είναι ο απαραίτητος προάγγελος του πανικού κατά την άποψή της.
Για την Κεντρική Ευρώπη, το άλμα των επίσημων επιτοκίων είναι το πιο δραματικό: το βασικό επιτόκιο της Ουγγαρίας στο 13%, το επιτόκιο repo της Πολωνίας στι 6,75% και το προεξοφλητικό επιτόκιο της Τσεχίας στο 6%.
Εν τω μεταξύ, το περιβάλλον οικονομικής ανάπτυξης δοκιμάζεται έντονα από την άνοδο των τιμών της ενέργειας.
Ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί τους τελευταίους μήνες με τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου, η CE3 θα πρέπει να δει αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 1% το 2023.