Kρίσιμη αναμένεται να είναι η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας για το μέλλον των επιτοκίων, μετά τις χθεσινές εξελίξεις με την Credit Suisse.Οι αναταράξεις στον τραπεζικό τομέα θέτουν υπό δοκιμασία την αποφασιστικότητα της Κεντρικής τράπεζας για αύξηση επιτοκίων..
Η μεγαλύτερη κατάρρευση τράπεζας μετά την κρίση που βίωσε ο τομέας το 2008, αυτή της Silicon Valley Bank (SVB), εγείρει επιπρόσθετη πρόκληση για το πιλοτάρισμα των επιτοκίων της ΕΚΤ, παρά τις ενέργειες και τις δηλώσεις αρχών και ηγετών στη μια και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που υποβαθμίζουν τον κίνδυνο μετάδοσης.
Η ανησυχία αυξήθηκε μια κλίμακα χθες, με την άνευ προηγουμένου πτώση της τιμής της μετοχής της Crédit Suisse, ελβετικού τραπεζικού γίγαντα, που συμπαρέσυρε άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους.
Η βουτιά άρχισε μετά τις δηλώσεις του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας της Σαουδικής Αραβίας, νέου μεγάλου μετόχου της Crédit Suisse, που έθεσε υπό αμφισβήτηση τη στήριξή της στην τράπεζα, που κρίνεται πως βρίσκεται σε ευάλωτη θέση.
Η αναταραχή αυτή περιπλέκει την απόφαση του ευρωπαϊκού κεντρικού πιστωτικού θεσμού, που θέλει να καταπολεμήσει τον επίμονο πληθωρισμό μεν, αλλά χωρίς να αποσταθεροποιήσει τις κεφαλαιαγορές.
«Δεν είναι τόσο ανώδυνη»
Ως πρόσφατα, η αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης στη σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική θεωρείτο λίγο ως πολύ δεδομένη, καθώς την είχε αναγγείλει η ίδια τον περασμένο μήνα. Όμως πλέον οι αγορές δεν αποκλείουν η αύξηση να είναι 25 μονάδες βάσης, ή ένα τέταρτο της εκατοστιαίας μονάδας.
Η κατάσταση δεν αναμένεται «να μεταπείσει την ΕΚΤ» ως προς την αύξηση των επιτοκίων της κατά 50 επιπλέον μονάδες βάσης «λόγω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού», εκτιμά αντίθετα η Ανιέζε Ορτολάνι, αναλύτρια του Economist Intelligence Unit (EIU).
Η απόφαση αυτή θα αύξανε τα επιτόκια της τραπεζικής ρευστότητας που δεν έχει χορηγηθεί στο 3,0%, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Εξαιτίας της απογείωσης των τιμών βασικών προϊόντων, κυρίως εξαιτίας της εισβολής του στρατού της Ρωσίας στην επικράτεια της Ουκρανίας, η ΕΚΤ άρχισε τον Ιούλιο κύκλο αύξηση των επιτοκίων της, τερματίζοντας σχεδόν μια δεκαετία φθηνού χρήματος.
Αυτή η σχεδόν αναγκαστική σφιχτότερη νομισματική πολιτική, που αποπειρώνται μεγάλες κεντρικές τράπεζες για να ακριβύνουν το κόστος των πιστώσεων και να επιβραδύνουν την υπερθέρμανση των τιμών, συνέβαλε επίσης να υποστούν πλήγμα οι εμπορικές τράπεζες.
Κάτι που αναμένεται να απασχολήσει τον διάλογο που θα έχουν σήμερα οι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης για τον ρυθμό που θα ακολουθηθεί τους επόμενους μήνες.
Η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα αποδεικνύει πως «η άνοδος των επιτοκίων δεν είναι τόσο ανώδυνη όσο φαινόταν», κάτι που μοιάζει να δίνει δίκιο στα «περιστέρια» που εισηγούνταν πιο επιφυλακτική προσέγγιση, σύμφωνα με τον Ζιλ Μοέκ, επικεφαλής οικονομολόγο του ομίλου AXA.
Τα «γεράκια», που θέλουν να συνεχιστεί η σφιχτότερη πολιτική, λένε πως δεν βλέπουν κίνδυνο μετάδοσης στην οικονομία και άρα «δεν έχει αντίκτυπο στην διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής», κατά τον κ. Μοέκ.
Καθώς η μάχη εναντίον του πληθωρισμού απέχει πολύ από το έχει τερματιστεί, η ΕΚΤ παραμένει υπό πίεση.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε μεν τον Φεβρουάριο, για τέταρτο συνεχόμενο μήνα, στο 8,5% σε ετήσια βάση, όμως η καμπύλη των τιμών εκτός ενέργειας και τροφίμων αυξήθηκε κατά 5,6%, σε επίπεδο ρεκόρ.
Οι νέες προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, που δημοσιεύονται σήμερα από τον θεσμό, θα βοηθήσουν να επανεκτιμηθεί η κατάσταση.
Κορύφωση στο 3,5%;
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ, θα χρειαστεί να ζυγίσει κάθε της λέξη για την μελλοντική εξέλιξη των επιτοκίων.
«Η ακραία αβεβαιότητα η οποία επικρατεί σήμερα στον αμερικανικό τραπεζικό τομέα και η αντίδραση των αγορών αναμένεται να ωθήσει τον θεσμό να δείξει περισσότερη εχεφροσύνη» κατά τον Φρεντερίκ Ντικροζέρ, επικεφαλής οικονομολόγο της Picter Wealth Management.
Το επίπεδο των επιτοκίων καταθέσεων μπορεί να φθάσει στην κορύφωση ανάμεσα στο 3,5% και το 4% το καλοκαίρι, σύμφωνα με παρατηρητές, που θεωρούν ότι πιθανότερο είναι να μείνει πιο κοντά στο χαμηλότερο μέρος του φάσματος.
«Ο κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» αναγκάζει τις αγορές να «αναθεωρήσουν προς τα κάτω την τροχιά των επιτοκίων», σύμφωνα με την τράπεζα ING.
Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό μειώνοντας το στοκ κρατικών και ιδιωτικών χρεών και γιγαντιαίων δανείων σε τράπεζες στον ισολογισμό της.
Το εργαλείο αυτό, που ο οικονομολόγος της Allianz Λουντοβίκ Σουμπράν χαρακτηρίζει «νομισματικό αναπνευστήρα», είναι νευραλγικής σημασίας τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν έλλειψη ρευστότητας και πλανώνται κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών «ατυχημάτων».
Deutsche Bank και Bloomberg Economics εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μία κίνηση κατά 25 μονάδες βάσης ή ακόμα και λιγότερο, υπό την πίεση μαζικών ρευστοποιήσεων στις αγορές με επίκεντρο τις τραπεζικές μετοχές. Ηδη, σχετικές πιέσεις προς την ΕΚΤ είχαν αρχίσει να διαφαίνονται λίγο μετά την κατάρρευση της Αμερικανικής Silicon Valley Bank.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ένα πρώην μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ο Ιταλός Lorenzo Bini Smaghi, ο οποίος είναι τώρα πρόεδρος της Societe Generale SA προέτρεψε τα νυν μέλη , είτε να αναβάλουν για την ώρα την αύξηση κατά 0,50 είτε να την περιορίσουν στο μισό, δηλαδή κατά 0,25. Ο κίνδυνος, σύμφωνα με τον Bini Smaghi, θα ήταν να επαναληφθεί το λάθος που έκανε η ΕΚΤ όταν το 2011, όταν προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων , για να υποχρεωθεί λίγο καιρό μετά να τα μειώσει .
.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Vitor Constancio, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας τη δεκαετία 2000-2010, συμφώνησε, λέγοντας σε ανάρτησή του στο Twitter ότι οι αξιωματούχοι θα πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης.
Πάντως όσον αφορά στην προθεσμιακή αγορά χρήματος, οι επενδυτές από χθες προεξοφλούν ότι η αύξηση των επιτοκίων θα περιοριστεί στο 0,25%. Παρά ταύτα ορισμένοι πιο «άκαμπτοι» Κεντρικοί Τραπεζίτες όπως το , πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Gertrude Tumpel-Gugerell εμμέσως πλην σαφώς επιμένουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει ακάθεκτη τις αυξήσεις των επιτοκίων μέχρι να κερδηθεί η μάχη του πληθωρισμού, θεωρώντας ότι το πρόβλημα που έχει προκληθεί με την Credit Suisse είναι μεμονωμένο και «ρυθμιστικού χαρακτήρα» το οποίο μάλιστα βρίσκεται εκτός της ζώνης του ευρω.